διαμαρτία
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
English (LSJ)
ἡ,
A total mistake, τοῦ Ἀννίβου Plu.Fab.6; τοῦ τόπου ibid.; διαμαρτία τῶν ἡμερῶν wrong reckoning of the days, Th.4.89; διαμαρτία τῆς γλώττης, slip of the tongue, lapsus linguae, Luc.Laps.1.
2 gross fault, ἄγνοιαι καὶ διαμαρτίαι Ph.1.345, cf. Plu.2.153b; διαμαρτία ἐρωτική = guilty passion, Philostr. VA1.13: pl., faults, διαμαρτίαι καὶ… ἐλαττώσεις Phld.Lib.p.19O.
II failure in obtaining, disappointment in, τινός Luc.Sacr.1, cf. D.C. 49.28.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 error, equivocación ἔχει πάντα διαμαρτίας μεγάλας καὶ ἀγνοίας todos (los escritos) contienen grandes errores y faltas por ignorancia Plu.2.153b, cf. Arat.28, αὐτῷ δεικνύειν ἀνυποστόλως τὰς διαμαρτίας Phld.Lib.fr.40.3, cf. I.AI 1.274, D.C.54.36.1, c. gen. subjet. τοῦ Ἀννίβου Plu.Fab.6, τῆς γλώττης ἡ διαμαρτία = lapsus linguae Luc.Laps.1, τῶν ὀφθαλμῶν Luc.DIud.9, c. gen. obj. γενομένης διαμαρτίας τῶν ἡμερῶν = habiéndose producido un error en el cálculo de los días Th.4.89, τοῦ τόπου Plu.Fab.6, τοῦ πλοῦ Paus.9.5.14, c. giro prep. δ. ... περὶ τὴν τοῦ Λύκου διάβασιν Plu.Demetr.46.
2 falta, fallo c. gen. obj. ἡ τῶν ἱερῶν δ. la falta de sacrificios Luc.Sacr.1
•fracaso τὴν διαμαρτίαν δὲ μὴ καρτεροῦντος Philostr.VS 517, τὰ τῆς διαμαρτίας σχήματα Philostr.VA 3.13, cf. I.AI 12.356, BI 3.100, δ. ἐρωτική Philostr.VA 1.13, c. gen. obj. τῶν σπονδῶν δ. el fracaso en obtener treguas D.C.49.28.2, c. gen. subjet. ἐπὶ διαμαρτίᾳ τῆς ἐπιβουλῆς por el fracaso del complot I.BI 1.609, τῶν ἐλπίδων I.AI 18.239
•en sent. moral falta, pecado c. gen. subjet. τὰς ἑκάστων ἀγνοίας τε καὶ διαμαρτίας Ph.1.345.
German (Pape)
[Seite 588] ἡ, das Verfehlen, Abirren τινός, von etwas; ἡμερῶν, Versehen in den Tagen, Thuc. 4, 89; τοῦ Ἀννίβου Plut. Fab. M. 6; τῶν ἱερείων, das Nichterhalten, Luc. sacrif. 1; übh. = Irrtum, Versehen, Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 méprise complète : τόπου PLUT sur la reconnaissance d'un lieu ; διαμαρτία ἡμερῶν THC erreur grave dans le compte des jours ; διαμαρτία τοῦ Ἀννίβου PLUT faute grave commise par Annibal ; abs. faute grave;
2 insuccès, échec.
Étymologie: cf. διαμαρτάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαμαρτία -ας, ἡ [διαμαρτάνω] blunder, grove vergissing, ook met gen. obj.: γενομένης διαμαρτίας τῶν ἡμέρων omdat er een vergissing in de juiste datum was Thuc. 4.89.1. mislukking:. ἡ τῶν ἱερῶν διαμαρτία het mislukken van de offers Luc. 30.1.
Russian (Dvoretsky)
διᾰμαρτία: ἡ
1 серьезная ошибка, крупный промах: δ. τινός Thuc., Plut. ошибка чья-л. и в чем-л.; γενομένης διαμαρτίας καθ᾽ ὁδόν Plut. так как они сбились с дороги;
2 неудача, неуспех (τῶν ἱερείων Luc.).
Greek Monolingual
η (Α διαμαρτία) διαμαρτάνω
ανώμαλη διάπλαση μέλους ή οργάνου νεογνού στην ενδομήτρια ζωή
αρχ.
1. αποτυχία, σφάλμα
2. λαθεμένος υπολογισμός χρονικής περιόδου.
Greek Monotonic
διαμαρτία: ἡ, πλήρες, μέγα σφάλμα, σε Πλούτ.· δ. τῶν ἡμερῶν, εσφαλμένος υπολογισμός των ημερών, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
διαμαρτία: ἡ, παντελὲς σφάλμα, τέλειον σφάλμα, Πλούτ. Φαβ. 6· δ. τῶν ἡμερῶν, ἐσφαλμένος ὑπολογισμὸς τῶν ἡμερῶν, Θουκ. 4. 89. 2) μέγα, χονδρὸν σφάλμα, Πλούτ. 2. 153Β, κτλ. ΙΙ. ἀποτυχία ἐν τῇ κτήσει τινός, ἀποτυχία ἔν τινι, τινὸς Λουκ. Θυσ. 1· δ. ἐρωτικὴ Φιλόστρ. 16.
Middle Liddell
δι-αμαρτία, ἡ, n
a total mistake, Plut.; δ. τῶν ἡμερῶν a wrong reckoning of the days, Thuc.