ἱστάω
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
collat. form of ἵστημι, 3sg. pres. ἱστᾷ Hdt.2.143, 4.103: impf. ἵστα Id.2.106 (v.l. ἵστη): freq. in later Gr., (καθ-) UPZ18.11 (ii B.C.), Aristeas 228, (συν-) Str.9.5.16, cf. Dsc.1.129 (v.l. in 4.43), Aesop.340, Them.Or.23.292c, etc.
German (Pape)
[Seite 1268] s. ἵστημι.
French (Bailly abrégé)
ἱστῶ :
prés. ind. 3ᵉ sg. ἱστᾷ ; impér. 2ᵉ sg. ion. ἵστη ; inf. ἱστᾶν ; impf. 3ᵉ sg. ἵστα;
c. ἵστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἱστάω: (только: 3 л. sing. praes. ἱστᾷ, 3 л. sing. impf. ἵστα, 2 л. sing. imper. ἵστη, 2 л. sing. conjct. ἱστᾷς, inf. ἱστᾶν) Hom., Her. etc. = ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστάω: τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἵστημι, ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. ἐνεστ. καὶ παρατ. ἱστᾷ, ἵστα, 2. 106., 4. 103., 6. 43, ἴδε Δινδ. περὶ Διαλ. Ἡροδ. σ. XXXVIII· ― ἐνίοτε εὕρηται καὶ ἐν Ἀντιγράφ. Ἀττ. συγγραφέων, ἱστᾷς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 445· ἱστᾶν Πλάτ. Κρατ. 437Β· συχνὸν παρὰ μεταγεν., Διοσκ. 4. 43, Αἴσωπ., Θεμίστ., κλ.
Greek Monolingual
ἱοτάω (Α)
ίστημι.
[ΕΤΥΜΟΛ. θεματικός παράλλ. τ. του ἵστημι.
Greek Monotonic
ἱστάω: ισοδ. τύπος του ἵστημι, σε Ηρόδ.