συνιστορέω

From LSJ
Revision as of 05:32, 15 June 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνιστορέω Medium diacritics: συνιστορέω Low diacritics: συνιστορέω Capitals: ΣΥΝΙΣΤΟΡΕΩ
Transliteration A: synistoréō Transliteration B: synistoreō Transliteration C: synistoreo Beta Code: sunistore/w

English (LSJ)

A know together, σ. αὑτῷ τι to be conscious of a thing, Men.632; ἑαυτῷ ὅτι..Aristeas 215; ἑαυτῷ κακὸν πεπραχότι Id.260, cf. PSI1.64.22 (i B.C.), Phld.Mus. p.84 K.: c. inf., Aristeas 243 (dub. l.).
2 συνιστορέω κακοῖς consort with.., Vett.Val.126.22; οἱ συνιστοροῦντες accomplices, Heph.Astr.3.37 in Cat.Cod.Astr.8(1).156.
3 c. acc., connive at, φόνον SIG985.22 (Philadelphia), cf. PSI8.901.12 (i A.D.).
II record as well, Cleanth.Stoic.1.133, Ptol.Geog.1.17.4, Eust.265.34.
2 reckon up, τὰ πλήθη τῶν ὑποστελλομένων PTeb. 24.51 (ii B.C.).

Russian (Dvoretsky)

συνιστορέω: сознавать: ὁ συνιστορῶν αὑτῷ τι Men. сознающий за собой что-л.

German (Pape)

mit davon od. darum wissen, Men. bei Stob. und Sp.

Greek Monolingual

συνιστορέω, ΜΑ ἱστορῶ
εξιστορώ επίσης κι εγώ (α. «... συνιστορεῖ καὶ Ἀθήναιος», Ευστ., β. «ταῦτα γὰρ πρότερον συνιστορεῖν τοὺς εὑρόντας», Κλεάνθ.)
αρχ.
1. γνωρίζω καλά, έχω συνείδηση ενός πράγματος («ὁ συνιστορῶν αὐτῷ τι», Μέν.)
2. συνδέομαι, έχω σχέσεις με κάποιον («συνίστορει κακοῖς», Βέττ.)
3. συνεργώ σε κάτι («συνιστορῶ φόνον», επιγρ.)
4. αριθμώ, μετρώ («συνιστορεῖ τὰ πλήθη τῶν ὑποστελλομένων», πάπ.)
5. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ συνιστοροῦντες
οι συνεργοί.

Greek (Liddell-Scott)

συνιστορέω: ὁμοῦ γινώσκω, σύνοιδα, σ. αὑτῷ τι, ἔχω συνείδησιν πράγματός τινος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 86. ΙΙ. ἱστορῶ, διηγοῦμαι ὁμοῦ, Κλεάνθης παρ’ Ἀθην. 471Β, Πτολεμ. 1. 17, 5· ὡς δὲ καὶ ἀγελαῖοι ἐκαλοῦντό τινες ἄρτοι... συνιστορεῖ καὶ Ἀθήναιος Εὐστ. 265, 35.