συνιστορέω
English (LSJ)
A know together, σ. αὑτῷ τι to be conscious of a thing, Men.632; ἑαυτῷ ὅτι..Aristeas 215; ἑαυτῷ κακὸν πεπραχότι Id.260, cf. PSI1.64.22 (i B.C.), Phld.Mus. p.84 K.: c. inf., Aristeas 243 (dub. l.).
2 συνιστορέω κακοῖς consort with.., Vett.Val.126.22; οἱ συνιστοροῦντες accomplices, Heph.Astr.3.37 in Cat.Cod.Astr.8(1).156.
3 c. acc., connive at, φόνον SIG985.22 (Philadelphia), cf. PSI8.901.12 (i A.D.).
II record as well, Cleanth.Stoic.1.133, Ptol.Geog.1.17.4, Eust.265.34.
2 reckon up, τὰ πλήθη τῶν ὑποστελλομένων PTeb. 24.51 (ii B.C.).
Russian (Dvoretsky)
συνιστορέω: сознавать: ὁ συνιστορῶν αὑτῷ τι Men. сознающий за собой что-л.
German (Pape)
mit davon od. darum wissen, Men. bei Stob. und Sp.
Greek Monolingual
συνιστορέω, ΜΑ ἱστορῶ
εξιστορώ επίσης κι εγώ (α. «... συνιστορεῖ καὶ Ἀθήναιος», Ευστ., β. «ταῦτα γὰρ πρότερον συνιστορεῖν τοὺς εὑρόντας», Κλεάνθ.)
αρχ.
1. γνωρίζω καλά, έχω συνείδηση ενός πράγματος («ὁ συνιστορῶν αὐτῷ τι», Μέν.)
2. συνδέομαι, έχω σχέσεις με κάποιον («συνίστορει κακοῖς», Βέττ.)
3. συνεργώ σε κάτι («συνιστορῶ φόνον», επιγρ.)
4. αριθμώ, μετρώ («συνιστορεῖ τὰ πλήθη τῶν ὑποστελλομένων», πάπ.)
5. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ συνιστοροῦντες
οι συνεργοί.
Greek (Liddell-Scott)
συνιστορέω: ὁμοῦ γινώσκω, σύνοιδα, σ. αὑτῷ τι, ἔχω συνείδησιν πράγματός τινος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 86. ΙΙ. ἱστορῶ, διηγοῦμαι ὁμοῦ, Κλεάνθης παρ’ Ἀθην. 471Β, Πτολεμ. 1. 17, 5· ὡς δὲ καὶ ἀγελαῖοι ἐκαλοῦντό τινες ἄρτοι... συνιστορεῖ καὶ Ἀθήναιος Εὐστ. 265, 35.