πλινθουργός

From LSJ
Revision as of 05:02, 18 September 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "laterārius" to "laterarius")

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλινθουργός Medium diacritics: πλινθουργός Low diacritics: πλινθουργός Capitals: ΠΛΙΝΘΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: plinthourgós Transliteration B: plinthourgos Transliteration C: plinthourgos Beta Code: plinqourgo/s

English (LSJ)

ὁ, brickmaker, Pl. Tht.147a, Gal.4.618, etc.

German (Pape)

[Seite 637] Ziegel machend, als subst. Ziegelstreicher, Plat. Theaet. 147 a.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
briquetier.
Étymologie: πλίνθος, ἔργον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλινθουργός -οῦ, ὁ [πλίνθος, ἔργον] steenbakker.

Russian (Dvoretsky)

πλινθουργός:кирпичный мастер, кирпичник Arph.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
τεχνίτης που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός].

Greek Monotonic

πλινθουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθουργός: ὁ, ὁ κατασκευάζων πλίνθους, Πλάτ. Θεαίτ. 147Α· -ουργέω, κατασκευάζω πλίνθους, Ἀριστοφ. Πλ. 514· -ουργία, ἡ, ἡ κατασκευὴ πλίνθων, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πλινθεία, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Εϳ, 8).

Middle Liddell

πλινθ-ουργός, οῦ, ὁ, [*ἔργω
a brickmaker, Plat.

Translations

brickmaker

Latin: laterarius; Greek: πλινθοποιός; Ancient Greek: πλάστης, πλινθευτής, πλινθοβάψ, πλινθοποιός, πλινθουργός; Old English: tiġelwyrhta; Ottoman Turkish: طوغله‌جی; Turkish: tuğlacı