Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κνυζάομαι

From LSJ
Revision as of 14:24, 11 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (1 revision imported)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living

Plato, Apology of Socrates 38a

Middle Liddell

κνυζάομαι, κνῦ: Dep. properly of a dog, to whine, whimper, Soph., Ar.

Russian (Dvoretsky)

κνυζάομαι: и κνυζέομαι (дор.: 3 л. pl. praes. κνυζεῦνται, 3 л. sing. impf. ἐκνυζεῖτο)
1 (о собаках, Кербере) ворчать, рычать (ἐξ ἄντρων Soph.);
2 (о детях), взвизгивать, вскрикивать, (ἐν ὕπνῳ Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

κνυζάομαι: καὶ -έομαι, ἀποθ.· (κνῦ)· ― κυρίως ἐπὶ κυνός, φθέγγομαι γοερῶς, «οὐρλιάζω», κνυζᾶσθαι (-εῖσθαι Κώδ. Λ.) Σοφ. Ο. Κ. 1571· ἐπὶ κυνῶν, ὅταν προσερχόμενοι καὶ σαίνοντες λαλιάν τινα ὑπὸ χαρᾶς ἀφιᾶσι, κυνηδὸν ἐξέπραξαν κνυζούμενοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 646· ἀναβαίνετ’, ὦ πονηρά, καὶ κνυζούμενα αἰτεῖτε κἀντιβολεῖτε Ἀριστοφ. Σφ. 977· ― κνυζάομαι φαίνεται ὅτι εἶναιτύπος, ὃν ἀπαιτεῖ ἡ ἀναλογία, πρβλ. βληχάομαι, μηκάομαι, μυκάομαι, ὑλάομαι· ἀλλὰ τὸν τύπον κνύζομαι μνημονεύει ὁ Ἡσύχ., ἀπαντᾷ δὲ οὗτος καὶ ἐν Ἀντιγράφ., οἷον Σώφρων παρὰ Σουΐδ., Διον. Ἁλ. 1. 79, κτλ., πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Αἰλ. π. Ζ. 1. 8· ἐπὶ τέκνων, ἐν ὕπνῳ κνυζεῦνται φωνεῦντα φίλαν ποτὶ ματέρα τέκνα, «ἐν τῷ κοιμᾶσθαι ἄσημον καὶ ἄναρθρον ἀποτελοῦντα φωνήν, ὑποψιθυρίζουσι γὰρ φαντασιαζόμενα» (Σχόλ.), Θεόκρ. 2. 109 ὡσαύτως κνυζώμενος Αἰλ. π. Ζ. 11. 14. ― Ἐνεργ. κνυζάω, -έω, μόνον παρὰ Πολυδ. Ε΄, 64, Σουΐδ.

Greek Monotonic

κνυζάομαι: και -έομαι, αποθ. (κνῦ), κυρίως λέγεται για σκύλο, κλαψουρίζω, ουρλιάζω, βγάζω λυγμούς, σε Σοφ., Αριστοφ.