σιδήρωσις

From LSJ
Revision as of 11:05, 15 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδήρωσις Medium diacritics: σιδήρωσις Low diacritics: σιδήρωσις Capitals: ΣΙΔΗΡΩΣΙΣ
Transliteration A: sidḗrōsis Transliteration B: sidērōsis Transliteration C: sidirosis Beta Code: sidh/rwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, iron-work, IG22.1672.205, Bito 49.7: in concrete sense, = σιδηρώματα, POxy.1208.14 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδήρωσις: -εως, ἡ, ἐργασία σιδήρου, σιδηροῦν κατασκεύασμα, τὸ σιδηρώνειν, Βίτωνος Μηχαν. 107.

Greek Monolingual

η / σιδήρωσις, -ώσεως, ΝΜΑ σιδηρῶ
νεοελλ.
1. (σχετικά με πόρτες ή παράθυρα) τοποθέτηση και συναρμογή σιδερένιων εξαρτημάτων και, γενικά, η κάλυψη της επιφάνειας κατασκευής ή αντικειμένου με σίδηρο
2. ιατρ. εναπόθεση σιδήρου στο εσωτερικό τών κυττάρων ή διείσδυση στους ιστούς σιδηρούχων ενώσεων καθολική, ενδογενούς προελεύσεως, ή τοπική, εξωγενούς προελεύσεως
3. φρ. «σιδήρωση τών πνευμόνων»
ιατρ. καλοήθης πνευμονοκονίαση οφειλόμενη σε συνεχή ή συχνή εισπνοή σκόνης που περιέχει σωματίδια σιδήρου
μσν.
φυλάκιση
μσν.-αρχ.
(γενικά) κατασκευή στην οποία χρησιμοποιείται σίδηρος, σιδηρά κατασκευή
αρχ.
(ειδικά) σιδερένιο σκεύος ή εργαλείο, σιδήρωμα.