δωσίδικος

From LSJ
Revision as of 10:05, 16 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ",," to ",")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωσῐδῐκος Medium diacritics: δωσίδικος Low diacritics: δωσίδικος Capitals: ΔΩΣΙΔΙΚΟΣ
Transliteration A: dōsídikos Transliteration B: dōsidikos Transliteration C: dosidikos Beta Code: dwsi/dikos

English (LSJ)

δωσίδικον,
A referring disputes to a court, Hdt.6.42.
2 subject to jurisdiction, δ. παρασχεῖν τοὺς ἠδικηκότας Plb.4.4.3, cf. UPZ121.14.

Spanish (DGE)

-ον
sometido a las leyes, sujeto a jurisdicción, justiciable ἵνα δωσίδικοι εἶεν καὶ μὴ ἀλλήλους φέροιέν τε καὶ ἄγοιεν Hdt.6.42, cf. UPZ 121.14 (II a.C.), en uso pred. δωσιδίκους παρασχεῖν τοὺς ἠδικηκότας entregar a los culpables para que sean juzgados Plb.4.4.3.

German (Pape)

[Seite 696] sich der Gerechtigkeit übergebend, dem Rechte sich unterwerfend, im Gegensatz der Selbsthülfe, Her. 6, 42, wo der Gegensatz μὴ ἀλλήλους φέρειν καὶ ἄγειν; Pol. 4, 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'en remet à la justice.
Étymologie: δίδωμι, δίκη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωσίδικος -ον [δίδωμι, δίκη] zich onderwerpend aan rechtspraak:. συνθήκας... τοὺς Ἴωνας σφίσι αὐτοῖσι ἤναγκασε ποιέεσθαι, ἵνα δωσίδικοι εἶεν hij dwong de Ioniërs onderling af te spreken dat zij geschillen aan een rechtbank zouden voorleggen Hdt. 6.42.

Russian (Dvoretsky)

δωσίδῐκος: предоставляющий споры на разрешение суда, т. е. воздерживающийся от самоуправства Her., Polyb.

Greek Monolingual

και δοσίδικος, -η, -ο (Α δωσίδικος)
νεοελλ.
αυτός που υπάγεται στη δικαιοσύνη, ο υπόλογος
αρχ.
αυτός που καταφεύγει στη δικαιοσύνη και αποφεύγει την αυτοδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δωσι- < μελλ. δώσω του δίδωμι + -δικος < δίκη.

Greek Monotonic

δωσίδῐκος: -ον (δίκη), παραδίδομαι στη δικαιοσύνη, αφήνομαι στην εξουσία του νόμου, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

δωσίδῐκος: -ον, ὁ παραδίδων ἑαυτὸν εἰς τὴν δίκην, εἰς τὸν νόμον, εἰς τὸ δικαστήριον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν αὐτοδικοῦντα, ἵνα δωσίδικοι εἶεν καὶ μὴ ἀλλήλους φέροιέν τε καὶ ἄγοιεν Ἡρόδ. 6. 42, Πολύβ. 4. 4, 3·― οὐχὶ δοσίδικος.

Middle Liddell

δωσί-δῐκος, ον δίκη
giving oneself up to justice, abiding by the law, Hdt.