ψευδάγχουσα
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ἡ, false anchusa, bastard anchusa, Lat. pseudoanchusa, (Echium vulgare?) Plin.HN22.50.
German (Pape)
[Seite 1393] ἡ, die falsche ἄγχουσα, Plin. H. N. 22, 20.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδάγχουσα: ἡ, ψευδὴς ἄγχουσα Plin. Ν. Η. 22. 20.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ψευδής αγχουσίνη, ερυθρή χρωστική βαφή η οποία βρίσκεται κυρίως στις ρίζες της αλκάννας, φυτού γνωστού σήμερα με την επιστημονική ονομασία Αlkanna tinctoria.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἄγχουσα «είδος φυτού»].