κλεψίρρυτος
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
κλεψίρρυτον, secretly flowing, name of a stream at Athens, which flowed some distance under ground, Hsch.
German (Pape)
im Verborgenen fließend, ὕδωρ, eine Quelle bei Athen, die eine Strecke unter der Erde wegfloß, Hesych. S. κλεψύδρα.
Greek (Liddell-Scott)
κλεψίρρῠτος: -ον, ὁ λάθρα ρέων, ὄνομα ῥύακος ἐν Ἀθήναις ὅστις ἐφ’ ἱκανὸν διάστημα ῥέει ὑπὸ τὴν γῆν, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κλεψίρρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που ρέει κρυφά
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Κλεψίρρυτος
ονομασία μικρού ρεύματος στην Αθήνα, το οποίο σε κάποιο τμήμα του έρρεε κάτω από το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -ρυτος (< ρυτός < ρέω), πρβλ. μελίρρυτος, ποταμόρρυτος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].