βούθυτος
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
English (LSJ)
βούθυτον,
A of or belonging to sacrifices, esp. of oxen, τιμαί A.Supp.706 (lyr.); ἡδονή E.Ion664; accompanied by sacrifices, ἑορταί B.3.15.
2 on which oxen are offered, sacrificial, ἑστία S.OC 1495 (lyr.); ἐσχάρα Ar.Av.1232; ἦμαρ, ἁμέρα, A.Ch.261, E.Hel. 1474 (lyr.).
Spanish (DGE)
(βούθῠτος) -ον
sacrificial, relativo al sacrificio de ganado vacuno ref. a abstr. τιμαί A.Supp.706, ἑορταί B.3.15, βουθύτῳ σὺν ἡδονῇ con el placer sacrificial, e.e. con el placer de un banquete propiciatorio E.Io 664, βουθύτοις ἐν ἤμασιν en días destinados al sacrificio A.Ch.261, cf. E.Hel.1474
•ref. a concr. para el sacrificio ἑστία S.OC 1495, ἐσχάρα Ar.Au.1232.
German (Pape)
[Seite 456] das Rinderopfer betreffend, ἤματα, τιμαί, Aesch. Ch. 259; ἑστία Soph. O. C. 1495; ἐσχάρα Ar. Av. 1232; Aesch. Suppl. 687; ἡμέρα, ἡδονή, Eur. Hel. 1490 Ion 664.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui consiste en un sacrifice de bœufs;
2 sur lequel on immole des bœufs (autel, foyer);
3 où l'on immole des bœufs (jour).
Étymologie: βοῦς, θύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βούθυτος -ον βοῦς, θύω voor het offeren van runderen:. βουθυτοῖς ἐν ἤμασιν op dagen waarop runderen worden geofferd Aeschl. Ch. 261; βουθύτῳ σὺν ἡδονῇ met de vreugde van een offerfeest van runderen Eur. Ion 664.
Russian (Dvoretsky)
βούθῠτος:
1 связанный с принесением в жертву быков (τιμαί, ἦμαρ Aesch.; ἡδονή, ἡμέρα Eur.);
2 предназначенный для жертвоприношения, жертвенный (ἑστία Soph.; ἐσχάρα Arph.).
Middle Liddell
[θύω]
1. of or belonging to sacrifices, especially of oxen, Aesch., Eur.
2. on which oxen are offered, sacrificial, Trag., Ar.
Greek Monolingual
βούθυτος, -ον (Α)
1. αυτός που προέρχεται από θυσία βοδιών («βούθυτος ηδονή», «βούθυτοι τιμαί»)
2. εκείνος πάνω στον οποίο («βούθυτος ἑστία», «... ἐσχάρα») ή κατά τον οποίο («βούθυτον ἧμαρ», «βούθυτος ἡμέρα») γίνονται θυσίες βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -θυτος < θύω «θυσιάζω»].
Greek Monotonic
βούθῠτος: -ον (θύω),
1. αυτός που ανήκει στις θυσίες, ειδικά των βοδιών, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. αυτός πάνω στον οποίο προσφέρονται τα βόδια, ο σχετικός με τη θυσία, σε Τραγ., Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
βούθῠτος: -ον, ὁ ἐκ θυσιῶν ἢ ἀνήκων εἰς θυσίας, ἰδίως βοῶν, τιμαὶ Αἰσχυλ. Ἱκετ. 706· ἡδονὴ Εὐρ. Ἴων. 664. 2) ἐφ’ οὗ βόες προσφέρονται, θυσιαστικός, ἑστία Σοφ. Ο. Κ. 1495· ἐσχάρα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1232· ἦμαρ, ἡμέρα Αἰσχύλ. Χο. 261, Εὐρ. Ἑλ. 1474.