ὁμοίωσις
English (LSJ)
ὁμοιώσεως, ἡ,
A a being made like, θεῷ Pl.Tht. 176b.
2 likeness, resemblance, Thphr. De Lapidibus 41; opp. ἀλλοίωσις, Pl.R. 454c; καθ' ὁμοίωσιν θεοῦ = in the likeness of God Ep.Jac.3.9, cf. LXX Ge.1.26.
3 establishment of a resemblance, τῆς ὁμοιώσεως ἕνεκεν αὐτῆς λαμβάνεσθαι τὰς μεταφοράς Phld.Rh.1.177 S.
b Gramm., comparison, ὁμοιώσεως ἐπιρρήματα D.T.642.6.
4 simile, Ps.-Plu.Vit.Hom.84,al.
5 Pythagorean name for nine, Theol.Ar.57.
German (Pape)
[Seite 337] ἡ, das Ähnlichmachen, die Vergleichung; Gegensatz von ἀλλοίωσις, Plat. Rep. V, 454 c; τινί, Theaet. 176 b; Sp., wie Luc. pro Imag. 19.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 transformation de manière à devenir semblable à, assimilation à, τινι;
2 ressemblance;
NT: similitude.
Étymologie: ὁμοιόω.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοίωσις: εως ἡ
1 уподобление (τινι Plat.);
2 подобие, сходство Arst. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοίωσις: ἡ, τὸ νὰ γείνῃ τις ὅμοιος, ἀντίθετ. τῷ ἀλλοίωσις, Πλάτ. Πολιτ. 454C· τινι, πρὸς τὸ πρᾶγμα, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 176Β. 2) ὁμοιότης, Θεοφρ. π. Λίθ. 41· καθ’ ὁμοίωσιν θεοῦ Ἐπιστ. Ἰακ. γ΄, 9.
English (Strong)
from ὁμοιόω; assimilation, i.e. resemblance: similitude.
English (Thayer)
ὁμοιώσεως, ἡ (ὁμοιόω);
1. a making like: opposed to ἀλλοίωσις, Plato, rep. 5,454c.
2. likeness (Plato, Aristotle, Theophrastus): καθ' ὁμοίωσιν Θεοῦ, after the likeness of God, Trench, § xv.)
Greek Monotonic
ὁμοίωσις: ἡ,
1. διαδικασία του να γίνει κάτι όμοιο με κάτι άλλο, προσομοίωση, προσαρμογή, σε Πλάτ.
2. ομοιότητα, αναλογία, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ὁμοίωσις, εως,
1. a becoming like, assimilation, Plat.
2. likeness, resemblance, NTest.
Chinese
原文音譯:Ðmo⋯wsij 何妹哦西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:有如(著) 相當於: (דְּמוּת)
字義溯源:形像,相似,樣式;源自(ὁμοιόω)=好比); (ὁμοιόω)出自(ὅμοιος)=好像),而 (ὅμοιος)出自(ὁμοῦ)=相同), (ὁμοῦ)出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)。
同義字:1) (ὁμοιότης)同樣 2) (ὁμοίωμα)樣式 3) (ὁμοίωσις)形像
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 形像(1) 雅3:9