Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιφοινίσσω

From LSJ
Revision as of 08:40, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφοινίσσω Medium diacritics: ἐπιφοινίσσω Low diacritics: επιφοινίσσω Capitals: ΕΠΙΦΟΙΝΙΣΣΩ
Transliteration A: epiphoiníssō Transliteration B: epiphoinissō Transliteration C: epifoinisso Beta Code: e)pifoini/ssw

English (LSJ)

A make red on the surface, Luc.Am.41.
II intr., incline to be red, be reddish, Arist.Phgn.812a33; ἐπιφοινίσσον σημεῖον Thphr. Sign.10:—Pass., ἐπιφοινίσσεται τὸ πρόσωπον Arist.Phgn.812a32; ἐπιφοινίσσονται τοὺς ὀφθαλμούς ib.37.

German (Pape)

[Seite 1000] dass., Arist. physiogn. 6; Theophr.; ἡ λευκότης αὐτοῦ ἐπεφοίνισσεν περὶ τὸ στῆθος Plut. Alex. 4. – Auf der Oberfläche roth machen, Luc. Amor. 41; Plut. Symp. 8, 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπεφοίνιξα;
1 intr. tirer sur le rouge pourpre;
2 tr. rendre rouge pourpre à la surface.
Étymologie: ἐπί, φοινίσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφοινίσσω:
1 делать пурпурным (τινὰ ὑπέρλευκον Luc.);
2 отливать пурпуром: διαπλέων τὸ πρόσωπον ἐπιφοινίσσοντος ἐρυθήματος Plut. с ярким румянцем на лице.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφοινίσσω: καθιστῶ τι φοινικοῦν ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, κοκκινίζω αὐτό, Λουκ. Ἔρωτες 41. ΙΙ. ἀμεταβ., κλίνω πρὸς τὸ φοινικοῦν χρῶμα, εἶμαι ὑπέρυθρος, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 35, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 1. 10· ὅπως ἐν τῷ Παθ., Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 36.

Greek Monolingual

ἐπιφοινίσσω (Α)
1. κάνω κάτι κόκκινο στην επιφάνεια, κοκκινίζω («ἵνα τὴν ὑπέρλευκον αὐτῶν... [τῶν παρειῶν] χροιὰν τὸ πορφυροῦν ἄνθος ἐπιφοινίξῃ», Λουκιαν.)
2. (αμτβ.) κλίνω προς το κόκκινο χρώμα («οἷς τὸ πρόσωπον ἐπιφοινίσσον ἐστί», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φοινίσσω (< φοίνιξ ΙV «πορφύρα»)].