χολοδεκτικός
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
χολοδεκτική, χολοδεκτικόν, = choleric, irascible, Lat. irascibilis, Glossaria.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
ευερέθιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος /χολή + δεκτικός (< δέχομαι), πρβλ. αἱματοδεκτικός.
Translations
choleric
Bulgarian: раздразнителен, сприхав; Catalan: colèric; Dutch: cholerisch, kwaad; Finnish: koleerinen, raivoisa; Galician: colérico; Greek: χολερικός, ευέξαπτος, ευερέθιστος, θερμοκέφαλος; Ancient Greek: ἀκράχολος, ἀκρόχολος, δύσοργος, ἐγκρασίχολος, ὀξυθυμίας, ὀξύθυμος, ὀξυκάρδιος, ὀξύρροπος, ὀξύς, ὀξύχολος, ὀργὴν ἄκρος, πλήκτης, ταχύμηνις, φιλόδηρις, χαλεπός, χολοδεκτικός; Hungarian: kolerikus, lobbanékony, hirtelen haragú, ingerlékeny; Italian: collerico; Maori: whanewhane; Portuguese: colérico; Spanish: colérico; Swedish: kolerisk; Ukrainian: холерик