κρύβδην

Revision as of 16:51, 5 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Dor. κρύβδαν, Adv. secretly, Od. 11.455, 16.153, Hp. Mul. 1.54, Ar. V. 1018, etc. ; κ. ψηφίζεσθαι Lex ap. And. 1.87, cf. Lys. 12.91, Pl. Lg. 766b, Arist. Rh. Al. 1433a23, IG2². 1237.82. c. gen., = κρύβδα (without the knowledge of, secretly) 1, κ. πατρός Pi. P. 3.13.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
secrètement, en cachette.
Étymologie: κρύπτω.

German (Pape)

κρύβδα; Gegensatz von ἀναφανδά, Od. 11.454, 16.153; κρύβδαν πατρός, heimlich vor dem Vater, Pind. P. 3.13; Ar. Vesp. 1013; auch in Prosa, z.B. φερόντων ψῆφον κρύβδην Plat. Legg. VI.766b; κρύβδην ψηφίζεσθαι, heimlich abstimmen mit Steinchen od. Täfelchen, Andoc. 1.87; κρύβδην εἶναι ψῆφον, im Gegensatz von φανεράν, Lys. 12.91; so auch bei A.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρύβδην, Dor. κρύβδαν [κρύπτω] in het geheim; met gen. buiten medeweten van.

Russian (Dvoretsky)

κρύβδην: дор. κρύβδᾱν Hom., Plat. = κρύβδα I и II.

English (Autenrieth)

secretly.

Greek Monolingual

κρύβδην και κρύβδα και κρυβη και κρυβήν δωρ. τ. κρύβδαν (Α)
επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να ξέρει κάποιος («εἰς τὸ τοῦ 'Απόλλωνος ἱερὸν ἐλθοῦσαι φερόντων ψῆφον κρύβδην», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρύβδην < θ. κρυβ- (< θ. κρυπτ- του κρύπτω, που εμφανίζει ηχηρό χειλικό -β- αντί τών -πτ-, αφομοιωτικά προς το ηχηρό οδοντικό -δ- που ακολουθεί) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγδην, φύγδην). Ο τ. κρύβδα από το ίδιο θ. + κατάλ. -δα (πρβλ. μίγδα, φύγδα). Ο τ. κρυδῇ από το ίδιο θ. + επιρρμ. κατάλ. - (πρβλ. καμιδῇ, παντοδαπῇ)].

Greek Monotonic

κρύβδην: Δωρ. -δᾶν, επίρρ. (κρύπ-τω),
1. κρυφά, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
2. με γεν. όπως το κρύβδα, κρύβδαν πατρός, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κρύβδην: Δωρ. -δᾶν, Ἐπιρρ. (κρύπτω) κρυφίως, Ὀδ. Λ. 455., Π. 153· κρύβδην ψηφίζεσθαι, κρυφίως, Ἀνδοκ. 12. 2· πρβλ. Ἱππ. 610. 22, Ἀριστοφ. Σφ. 1018, Λυσ. 128. 32, Πλάτ. Νόμ. 766Β. 2) μετὰ γεν. ὡς τὸ κρύβδα, κρύβδαν πατρὸς Πινδ. Π. 3. 25.

Middle Liddell

κρύπτω
1. secretly, Od., Ar.
2. c. gen., like κρύβδα, κρύβδαν πατρός Pind.

English (Woodhouse)

secretly, by stealth

Translations

secretly

Arabic: سِرًّا‎; Azerbaijani: gizlicə, xəlvətcə, əlaltından, gizlin; Belarusian: таемна; Bulgarian: тайно, незабелязано; Catalan: secretament, cobertament, en secret; Chinese Mandarin: 偷偷; Czech: tajně; Dutch: stiekem, in het geheim; Esperanto: sekrete; Finnish: salaa, salaisesti, salassa, vaivihkaa; French: secrètement, en cachette; German: heimlich, insgeheim; Gothic: 𐌸𐌹𐌿𐌱𐌾𐍉, 𐌰𐌽𐌰𐌻𐌰𐌿𐌲𐌽𐌹𐌱𐌰; Greek: μυστικά, κρυφά, κρυφίως, εν κρυπτώ, εν κρυπτώ και παραβύστω, ενδόμυχα, στη ζούλα; Ancient Greek: ἀγνωστί, ἀγνώστως, ἀδήλως, ἀποκρύφως, ἀπορρήτως, ἀσυμφανῶς, ἀφανῶς, δι' ἀπορρήτων, ἐγκεκαλυμμένως, ἐν ἀποκρύφῳ, ἐν ἀπορρήτῳ, ἐν κρυφῇ, κρύβδα, κρύβδαν, κρύβδην, κρυφᾷ, κρύφα, κρυφαίως, κρυφῇ, κρυφῆ, κρυφίως, λάθρα, λάθρᾳ, λάθρῃ, λαθραίως, λανθανόντως, σῖγα, σιγῇ, σκότιον; Hungarian: titkon, titokban; Ido: sekrete; Irish: gan fhios; Italian: di nascosto; Japanese: ひそかに; Korean: 몰래; Latgalian: paslapyn, paslapši; Latin: clam, furtim, latenter; Latvian: slepeni; Middle English: sleighly; Polish: potajemnie; Portuguese: secretamente; Russian: тайно, секретно, тайком, втайне, скрытно; Sanskrit: सनुतर्; Scottish Gaelic: os ìosal; Serbo-Croatian Cyrillic: кришом, тајом, тајно; Roman: krišom, tajom, tajno; Spanish: secretamente, en secreto; Ukrainian: тає́мно; Walloon: catchetmint; West Frisian: temûk

unbeknownst

Arabic: مُبْهَم; Bulgarian: непознат; Chinese Danish: uden ngns vidende; Dutch: buiten medeweten van; Esperanto: nesciate de; Finnish: tietämättä; French: à l'insu de; German: ohne Wissen; Greek: χωρίς να το ξέρει, εν αγνοία; Ancient Greek: ἀσυνειδήτως, κρύβδα, κρύβδην, κρύφα, λάθρᾳ, λάθρῃ, παρεκνόον Hungarian: tudtán kívül, tudta nélkül; Irish: gan fhios; Italian: all'insaputa; Polish: bez wiedzy; Portuguese: sem o conhecimento de; Russian: без ведома; Spanish: sin el conocimiento de, desconocido; Swedish: någon ovetande, någon ovetandes; Welsh: heb yn wybod i