ἐπιαύω
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
A sleep among, c. dat., v.l. (ed. Steph.1566) for ἐνιαύω, Od. 15.557.
2. sleep upon, ἠϊόσιν AP6.192 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 927] dabei schlafen, ὕες, ᾗσι συβώτης ἐπίαυεν Od. 15, 556, wo jetzt ἐνίαυεν gelesen wird; ἠϊόσιν, auf dem Ufer, Archi. 10 (VI, 192).
French (Bailly abrégé)
prés. 3ᵉ sg. ἐπιαύει;
dormir parmi, au milieu de, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἰαύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπῐαύω: (на чем-л.) спать: ἐ. ἠϊόσιν Anth. спать на берегу.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπῐαύω: διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἐνιαύω, Ὀδ. Ο. 557. 2) ἰαύω, κοιμῶμαι ἐπί, οὐδ’ ἐπιαύει ἠϊόσιν Ἀνθ. Π. 6. 192.
Greek Monolingual
ἐπιαύω (Α)
κοιμάμαι ανάμεσα ή πάνω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιαύω «κοιμάμαι»].
Greek Monotonic
ἐπῐαύω:1. κοιμάμαι ανάμεσα, μεταξύ, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
2. κοιμάμαι πάνω σε, σε Ανθ.