orden
From LSJ
Spanish > Greek
ἀγγελία, ἀκολουθία, ἀνάταξις, ἀνωγή, ἀποστολή, ἀπόστολος, ἁρμονία, βάσις, γραμματεῖον, γυμνασία, διάγγελμα, διάθεσις, διακέλευμα, διακέλευσις, διακόσμησις, διάκοσμος, διαστολή, διαταγή, διάταγμα, διαταγμός, διάταξις, δικαίωμα, διόρθωσις, ἐγκέλευσις, ἐγκέλευσμα, ἔκταξις, ἔνταλμα, ἐνταλτήριον, ἐντολή, ἐντόλιον