δειλινός

From LSJ
Revision as of 22:53, 12 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Secund.''Sent.''" to "Secund.''Sent.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειλινός Medium diacritics: δειλινός Low diacritics: δειλινός Capitals: ΔΕΙΛΙΝΟΣ
Transliteration A: deilinós Transliteration B: deilinos Transliteration C: deilinos Beta Code: deilino/s

English (LSJ)

δειλινή, δειλινόν, (δείλη)
A = δειελινός, in the afternoon, δ. ἤρξατο Com.Adesp.609, cf. Luc.Dem.Enc.31, Secund.Sent.4, BGU513.3 (ii A.D.); τὸ δειλινόν, as adverb, in the evening, at even, LXX Ge.3.8, Luc.Lex.2; δειλινὸν ὁλοκαύτωμα LXX 1 Es.5.50; ὧραι Str.17.3.8; ἑσπέρα Ph.1.505 (s.v.l.); διατριβή Plu.2.70e.
2 western, κλίμα Str.9.2.41.
II τὸ δειλινόν (sc. δεῖπνον) evening meal, f.l. in Ath.10.418b (quoting Plb.20.6.6), cf. Ath.1.11e.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1vespertino, de la tarde ταῖς τε ὀρθριναῖς ὥραις καὶ ταῖς δειλιναῖς al amanecer y a la caída de la tarde Str.17.3.8, cf. SB 7529.5 (II/III d.C.), PVindob.Sijpesteijn 22ue.3 (V/VI d.C.), ὁλοκαύτωμα LXX 1Es.5.49, διατριβή Plu.2.70e, πνεύματα Luc.Dem.Enc.31, ἀπότασις Secund.Sent.4, σκιά Ephr.Syr.Ion.10
en uso pred. δειλινὸς γὰρ ἤρξατο Com.Adesp.869.
2 occidental, de poniente κλίμα Str.9.2.41.
II subst. τὸ δειλινόν
1 la tarde ἕως οὗ παρῆλθεν τὸ δειλινόν LXX 3Re.18.29, τὸ δειλινὸν τοῦ ἑωθινοῦ ψυχρότερον Str.9.2.41, tb. ἡ δ. Sch.Od.17.606.
2 la comida de la tarde, la merienda-cena τῆς δὲ τετάρτης τροφῆς ... ὃ καλοῦσι τινες δειλινόν Ath.11e.
III como adv. por la tarde ac. neutr. δειλινόν Men.Con.7, SB 13220.3 (I d.C.), tb. τὸ δειλινόν: περιπατοῦντος ... τὸ δειλινόν LXX Ge.3.8, τὸ γὰρ πρωϊνὸν θερίζομεν καὶ τὸ δειλινὸν βοτανίζομεν PCair.Zen.207.37 (III a.C.), τὸ δειλινὸν περιδινησόμεθα Luc.Lex.2, αὐτὰς ... ἀπάγων τὸ δειλινόν Longus 4.4.3
gen. δειλινῆς op. πρωΐpor la mañana’, Ph.1.497, 501, BGU 513.3 (II d.C.).

German (Pape)

[Seite 537] nachmittäglich, abendlich, com. bei Schol. Soph. Ai. 255; Plut. u. a. Sp.; δειλινὸν ὡς κατέδαρθον Theocr. 21, 39. S. δειελινός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de l'après-midi, de la soirée, du soir ; adv. • τὸ δειλινόν = le soir.
Étymologie: δείλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειλινός -ή -όν [δείλη] in de namiddag; n. adv.: τὸ δειλινὸν περιδινησόμεθα ἐν Λυκείῳ’s middags zullen we in het Lyceum rondlopen Luc. 46.2.

Russian (Dvoretsky)

δειλινός: предвечерний, вечерний (διατριβή Plut.; πνεύματα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

δειλινός: -ή, -όν, (δείλη) συνηρ. ἀντὶ δειελινός, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν δείλην, δ. ἤρξατο Κωμ. Ἀνών. 336, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ. 31· τό δ., ὡς ἐπίρρ., ὡς παρ’ ἡμῖν, πρὸς ἑσπέραν, ὁ αὐτ. Λεξιφ. 2. ΙΙ. τὸ δ. (ἐνν. δεῖπνον) τὸ πρὸς ἑσπέραν φαγητόν, «δειλινό», Ἀθήν. 418Β.

Greek Monotonic

δειλινός: -ή, -όν (δείλη), συνηρ. αντί δειελινός, σε Λουκ.

Middle Liddell

[contr. for δειελινός, Luc.] δείλη