συοβαύβαλος
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
English (LSJ)
of a pigsty or from a pigsty, συοβαύβαλος λόγος = a swineherd's song, Cratin.312:—as substantive (sc. σταθμός) pig-sty, Hsch., Phot.
Greek (Liddell-Scott)
συοβαύβᾰλος: ὁ ἐκ συφεοῦ ἢ συβώτου προερχόμενος, λόγος τις ὑπῆλθ’ ἡμᾶς ἀμαθὴς συοβαύβαλος Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 33, ἔνθα ἴδε Meineke· ― ὡς οὐσιαστ. (ἐξυπακ. τοῦ σταθμός),· «συοβαύβαλοι· συῶν αὐλιστήρια ἢ κοιμητήρια» Ἡσύχ.· «συοβαύβαλοι ἐν οἷς οἱ σύες εὐγάζονται» Φώτ.
Greek Monolingual
και συβαύβαλος, ὁ, Α
1. ο συφεός. το χοιροστάσιο
2. (με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συφεό, στον χώρο όπου κοιμούνται τα γουρούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + βαυβῶ «κοιμάμαι» + επίθημα -αλος (πρβλ. πάσσαλος)].
German (Pape)
ὁ, = συόβαυνος, Vetera Lexica; so emendiert Meineke in Cratin. fr. inc. 33b, bei Eust. 1761.28, λόγον σ.
Translations
pigsty
Arabic: زَرِيبَةُ خَنَازِير; Egyptian Arabic: زريبة خنازير; Armenian: խոզանոց; Azerbaijani: donuz damı; Belarusian: свінарнік, хлеў; Bikol Central: tangkal; Bulgarian: кочина, свинарник; Burmese: ဝက်ခြံ; Catalan: cort de porcs, porcatera, porcellera, soll; Chinese Mandarin: 豬圈, 猪圈, 豬舍, 猪舍; Corsican: purcile, purcili; Czech: chlívek, vepřín; Dalmatian: cosuol; Danish: svinesti; Dutch: varkensstal, zwijnenstal; Esperanto: porkejo; Finnish: sikolätti; French: porcherie; Galician: cortello; Georgian: საღორე; German: Saustall, Koben, Schweinestall; Alemannic German: Süüwfigler; Greek: χοιροστάσιο; Ancient Greek: καπρών, συβόσιον, συοβαύβαλος, συοβόσκιον, συοφόρβιον, συφεός, συφόρβιον, ὑοφορβεῖον, ὑοφορβία, ὑοφόρβιον, χοιρεών, χοιροκομεῖον, χοιροκτονεῖον, χοιρομάνδριον, χοιροτροφεῖον; Hungarian: disznóól; Icelandic: svínastía; Irish: cró muc, cró muice; Old Irish: muccḟoil, foil; Italian: porcile; Japanese: 豚舎, 豚小屋; Kabuverdianu: txikeru, txeker; Lao: ຄອກໝູ; Latin: hara, suile; Macedonian: свињарник, кочина; Manchu: ᡠᠨ; Maori: pākoro poaka, pahiko poaka, pākoro, pākorokoro, rāihe poaka; Norman: cotte à couochons; Old English: hlose; Plautdietsch: Schwienhock; Polish: chlew; Portuguese: pocilga, chiqueiro; Romanian: cocină; Russian: свинарник, хлев, свинарня; Serbo-Croatian Cyrillic: свињац; Roman: svinjac; Slovak: chlievik; Slovene: svinjak; Spanish: pocilga, chiquero, cochiquera, cochitril, porqueriza, zahúrda; Swedish: svinstia; Tagalog: ulbo; Thai: คอกหมู; Turkish: domuz ahırı; Ukrainian: свинарник, хлів; Vietnamese: chuồng lợn