ἀπειρόκακος

From LSJ
Revision as of 13:28, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειρόκᾰκος Medium diacritics: ἀπειρόκακος Low diacritics: απειρόκακος Capitals: ΑΠΕΙΡΟΚΑΚΟΣ
Transliteration A: apeirókakos Transliteration B: apeirokakos Transliteration C: apeirokakos Beta Code: a)peiro/kakos

English (LSJ)

ἀπειρόκακον,
A without experience of evil: τὸ ἀπειρόκακον = unsuspiciousness, Th.5.105.
II unused to evil or unused to misery, E.Alc.927.

Spanish (DGE)

(ἀπειρόκᾰκος) -ον
1 inexperto en la desgracia σοὶ ... ἀπειροκάκῳ E.Alc.927, μῦθος Nonn.Par.Eu.Io.1.47, μενοινή Nonn.D.42.165, cf. Basil.M.30.492D.
2 subst. neutr. τὸ ἀπειρόκακον = ingenuidad, falta de suspicacia Th.5.105, cf. Eus.DE 10.1.

German (Pape)

[Seite 285] 1) im Leiden unerfahren, Eur. Alc. 930. – 2) mit dem Schlechten unbekannt, nicht bösartig; τὸ ἀπ., Gutartigkeit, Thuc. 5, 105.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans expérience du malheur;
2 sans expérience du mal ; τὸ ἀπειρόκακον simplicité, naïveté.
Étymologie: ἄπειρος¹, κακός.

Russian (Dvoretsky)

ἀπειρόκᾰκος: не испытавший горя, не видевший зла Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειρόκᾰκος: -ον, ὁ μή γινώσκων τί ἐστι κακόν, ἄκακος, τό ἀπειρόκακον, τὸ μὴ ἔχειν πεῖραν κακοῦ, τὸ μὴ ὑποπτεύειν, Θουκ. 5. 105. ΙΙ. ὁ μὴ λαβὼν πεῖραν κακῶν, ὁ μὴ εἰθισμένος εἰς τὰ κακὰ ἤ τὴν δυστυχίαν, Εὐρ. Ἄλκ. 927.

Greek Monolingual

ἀπειρόκακος, -ον (AM)
1. αυτός που δεν έχει πείρα του κακού, ο αθώος
αρχ.
αυτός που δεν έχει δοκιμάσει το κακό, που δεν ξέρει τι θα πει δυστυχία.

Greek Monotonic

ἀπειρόκᾰκος: -ον (κακόν), αυτός που δεν γνωρίζει τί είναι κακό, αμάθητος στο να κάνει κακό, άπειρος, σε Ευρ.· τὸ ἀπειρόκακον, άγνοια κακού, αδυναμία διάκρισης του κακού, σε Θουκ.

Middle Liddell

κακόν
without experience of evil, unused to evil, Eur. τὸ ἀπ. ignorance of evil, Thuc.

Lexicon Thucydideum

simplicitas, honesty, sincerity, 5.105.3.