ναυκρατέω

From LSJ
Revision as of 13:48, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυκρᾰτέω Medium diacritics: ναυκρατέω Low diacritics: ναυκρατέω Capitals: ΝΑΥΚΡΑΤΕΩ
Transliteration A: naukratéō Transliteration B: naukrateō Transliteration C: nafkrateo Beta Code: naukrate/w

English (LSJ)

have the command of the sea, Th.7.60:—Pass., ναυκρατοῦμαι to be mastered at sea, X.HG6.2.8.

German (Pape)

[Seite 231] mit den Schiffen zur See die Oberhand haben, siegen, Thuc. 7, 60; pass., Xen. Hell. 6, 2, 8.

French (Bailly abrégé)

ναυκρατῶ :
dominer sur mer ou vaincre sur mer.
Étymologie: ναυκράτης.

Russian (Dvoretsky)

ναυκρᾰτέω: одерживать победу на море, иметь перевес в военно-морских силах Thuc.: διὰ τὸ ναυκρατεῖσθαι Xen. вследствие слабости (своих) морских сил.

Greek (Liddell-Scott)

ναυκρᾰτέω: ἔχω τὸ κράτος ἐν τῇ θαλάσσῃ, εἶμαι θαλασσοκράτωρ, Θουκ. 7. 60. - Παθ., θαλασσοκρατοῦμαι, ἡττῶμαι κατὰ θάλασσαν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 8.

Greek Monotonic

ναυκρᾰτέω: μέλ. -ήσω, είμαι κυρίαρχος των θαλασσών, είμαι θαλασσοκράτορας, σε Θουκ. — Παθ., θαλασσοκρατούμαι, φαίνομαι υποδεέστερος στη θάλασσα, ηττώμαι σε ναυμαχία, σε Ξεν.

Middle Liddell

ναυκρᾰτέω, fut. -ήσω
to be master of the sea, Thuc.:— Pass. to be mastered at sea, Xen. [from νᾰυκράτης]

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=εἶμαι θαλασσοκράτορας). Παρασύνθετο ἀπό τό ναυκράτης καί ναυκράτωρ (ναῦς + κρατῶ). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα κρατῶ καί στή λέξη ναῦς.

Lexicon Thucydideum

classe superare, to defeat with a fleet, 7.60.2.