ἐγκαθορμίζομαι

From LSJ
Revision as of 13:51, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαθορμίζομαι Medium diacritics: ἐγκαθορμίζομαι Low diacritics: εγκαθορμίζομαι Capitals: ΕΓΚΑΘΟΡΜΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: enkathormízomai Transliteration B: enkathormizomai Transliteration C: egkathormizomai Beta Code: e)gkaqormi/zomai

English (LSJ)

Med., run into harbour, come to anchor, αὐτόσε Th.4.1, cf. D.C.48.49: aor. Pass., Arr.An.2.20.8.

Spanish (DGE)

• Morfología: [tard. en v. act. Gr.Nyss.Eun.3.7.1, Anon.Mirac.Thecl.15.40, Ast.Am.Hom.4.4.3]
1 intr. fondear, echar el ancla (νῆες) αὐτόσε ἐγκαθορμισάμεναι Th.4.1, cf. Apollod.1.9.23, ἀνέφηνεν ... τῷ πελάγει ἐγκαθορμίζεσθαι Philostr.Her.71.11, ὡς δ' οὐδεὶς αἰγιαλὸς ἐγκαθορμίσασθαι αὐτοῖς ἀσφαλὴς εὑρίσκετο D.C.48.49.5, cf. Arr.Ind.40.10, ὡς μὴ ἐς τῶν λιμένων τινὰ ἐγκαθορμισθῆναι τῶν πολεμίων τὸν στόλον Arr.An.2.20.8, fig. ὥσπερ λιμέσιν εὐδίοις ... ταῖς ἀκοαῖς τῶν μανθανόντων ὁ λόγος ἐγκαθορμίζεται Basil.Hom.23.1.
2 tr. en v. act. fondear, anclar la nave (τὴν ναῦν) ἐκείνοις ... τοῖς τόποις Anon.l.c., en sent. fig. τῷ λιμένι τῆς ἀληθείας ... τὸν λόγον Gr.Nyss.l.c., de un río que deja sus aguas en el mar μέχρις ἂν ὁ τελευταῖος (ποταμός) τῷ βάθει καὶ τῷ πλάτει τῆς θαλάσσης ἐγκαθορμίσῃ τὸ ὕδωρ Ast.Am.l.c.

French (Bailly abrégé)

f. ἐγκαθορμίσομαι;
entrer dans le port.
Étymologie: ἐν, καθορμίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαθορμίζομαι: входить в порт, становиться на якорь (ἐγκαθορμισάμεναι αὐτόσε αἱ νῆες Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαθορμίζομαι: μέσ., εἰσέρχομαι εἰς τὸν λιμένα, ἀγκυροβολῶ, αὐτόσε Θουκ. 4. 1, πρβλ. Δίωνα Κ. 48. 49· οὕτως ἀόρ. παθ., Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 20, 8.

Greek Monotonic

ἐγκαθορμίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, Μέσ., εισέρχομαι στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, αγκυροβολώ, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. Attic ιοῦμαι
Mid. to run into harbour, come to anchor, Thuc.

Lexicon Thucydideum

in portum invehi, to sail into harbor, 4.1.4, [Vat. male Vatican wrongly ἐγκαθορμής.].