ἀπόπειρα

From LSJ
Revision as of 13:54, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόπειρα Medium diacritics: ἀπόπειρα Low diacritics: απόπειρα Capitals: ΑΠΟΠΕΙΡΑ
Transliteration A: apópeira Transliteration B: apopeira Transliteration C: apopeira Beta Code: a)po/peira

English (LSJ)

ἡ, trial, venture, ἀ. ποιεῖσθαι τῆς μάχης make trial of their way of fighting, Hdt.8.9; ναυμαχίας ἀ. λαμβάνειν Th.7.21; δοῦναι ἀ. εὐσεβείας give proof of it, Ph.1.650.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
tentativa, prueba ἀπόπειραν αὐτῶν ποιήσασθαι τῆς μάχης poner a prueba su manera de luchar Hdt.8.9, ναυμαχίας ἀπόπειραν λαμβάνειν Th.7.21, δοὺς ἀπόπειραν εὐσεβείας dando prueba de piedad Ph.1.650, ἀπόπειρα ἐγένετο fue una prueba o intentona D.17.26, κόρακα εἰς ἀπόπειραν ἔτρεφεν crió un cuervo como prueba o experimento Hierocl.Facet.255
de opiniones o intenciones sondeo, tanteo τῆς ἑκάστου προαιρέσεως Plb.27.4.2, πεμφθέντος εἰς ἀπόπειραν ἐπὶ τίνος ἐστὶ γνώμης habiendo sido enviado para sondear cuál era la opinión Plb.21.34.3.

German (Pape)

[Seite 318] ἡ, Versuch, Probe, τινὸς ποιεῖσθαι Her. 8, 9; ἀπόπειραν λαμβάνειν ναυμαχίας Thuc. 7, 21; Pol. 27, 4; vgl. 22, 17 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
essai, épreuve.
Étymologie: ἀπό, πεῖρα.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόπειρα:попытка, проба (τινος Her., Thuc., Polyb., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπειρα: δοκιμή, τόλμημα, ἀπ. ποιεῖσθαι τῆς μάχης, δοκιμάζειν τίνι τρόπῳ μάχονται, Ἡρόδ. 8. 9˙ ἀπ. ναυμαχίας λαμβάνειν, δοκιμὴν ναυμαχίας ποιεῖν, Θουκ., 7. 21˙ δοῦναι ἀπ. εὐσεβείας, ἀπόδειξιν εὐσεβείας, Φίλων 1. 650.

Greek Monolingual

η (AM ἀπόπειρα)
δοκιμαστική ενέργεια, προσπάθεια
νεοελλ.
1. η πράξη που επιχειρείται με τον δόλο τέλεσης κακουργήματος ή πλημμελήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος, το οποίο όμως δεν πραγματώθηκε πλήρως
2. φρ. α) «απόπειρα συμβιβασμού» (για συζύγους που βρίσκονται σε διάσταση)
β) «απόπειρα αυτοκτονίας».

Greek Monotonic

ἀπόπειρα: ἡ, δοκιμή, εγχείρημα, τόλμημα, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

a trial, essay, Hdt., Thuc.

Lexicon Thucydideum

experimentum, trial, test, 7.21.2.