συνεξαμαρτάνω

From LSJ
Revision as of 14:36, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξᾰμαρτάνω Medium diacritics: συνεξαμαρτάνω Low diacritics: συνεξαμαρτάνω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΜΑΡΤΑΝΩ
Transliteration A: synexamartánō Transliteration B: synexamartanō Transliteration C: syneksamartano Beta Code: sunecamarta/nw

English (LSJ)

err along with, share in a fault, Th.3.43, Lys.3.12, etc.; τισι with them, Isoc.6.19, D.61.19, Chrysipp. Stoic.2.38, etc.; μετά τινος Antipho 5.76; σ. τοῖς Αἰτωλῶν ἀσεβήμασιν Plb.5.11.1.

French (Bailly abrégé)

se tromper ou faillir avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἐξαμαρτάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεξαμαρτάνω, Att. ook ξυνεξαμαρτάνω mede een grote fout maken, samen een wandaad begaan; met dat. met iem.. Lys. 3.12.

German (Pape)

(ἁμαρτάνω), mit, zugleich fehlen, verfehlen, irren; Thuc. 3.43; Antiph. 5.76; Lys. 3.12; Isocr. 1.45; τοῖς ἀσεβήμασί τινος, Pol. 5.11.1; und Sp., wie Plut. de frat. amor. 10, Dio 8.

Russian (Dvoretsky)

συνεξᾰμαρτάνω:
1 вместе заблуждаться, совершать те же ошибки Thuc.;
2 вместе совершать грех, участвовать в преступлении, быть сообщником (τινί Isocr., Dem.): τοῖς ἀσεβήμασί τινος σ. Polyb. быть участником чьих-л. гнусных преступлений.

Greek Monolingual

Α ἐξαμαρτάνω
πέφτω σε πλάνη μαζί με άλλον.

Greek Monotonic

συνεξᾰμαρτάνω: μέλ. -αμαρτήσομαι, έχω μερίδιο ευθύνης σε κάποιο ατόπημα, σε Θουκ. κ.λπ.· τινί, σφάλλω από κοινού με κάποιον, σε Δημ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξᾰμαρτάνω: ἁμαρτάνω, σφάλλομαι ὁμοῦ μετά τινος, Θουκ. 3. 43, Λυσί. 97. 29, κτλ.· τινι, μετά τινος, Ἰσοκρ. 119Ε, Δημ., κλπ.· μετά τινος Ἀντιφῶν 138. 18· σ. τοῖς ἀσεβήμασί τινος Πολύβ. 5. 11, 1.

Middle Liddell

fut. -αμαρτήσομαι
to have part in a fault, Thuc., etc.; τινί with one, Dem., etc.

Lexicon Thucydideum

una delinquere, to commit an offense together, 3.43.5.