προδιαφθείρω

From LSJ
Revision as of 14:41, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιαφθείρω Medium diacritics: προδιαφθείρω Low diacritics: προδιαφθείρω Capitals: ΠΡΟΔΙΑΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: prodiaphtheírō Transliteration B: prodiaphtheirō Transliteration C: prodiaftheiro Beta Code: prodiafqei/rw

English (LSJ)

A ruin, destroy beforehand, ναῦς ταῖς ἐμβολαῖς Plb.16.6.13:—Pass., Th.1.119, 6.78: c. gen., Lib.Or. 22.32.
II corrupt, demoralize beforehand, τοὺς κριτάς prob. for προσ- in D.21.18; ἡγεμόνας Plb.5.4.11:—Pass., Isoc.Ep.2.8.
2 Pass., of milk, go bad beforehand, Sor.1.88.

German (Pape)

[Seite 716] vorher gänzlich verderben, vernichten; Thuc. 1, 119; προδιαφθαρείς, Isocr. 4, 97; τοὺς κριτὰς τῷ ἀγῶνι, bestechen, Dem. 21, 18; Pol. 5, 4, 11. 16, 6, 13.

French (Bailly abrégé)

détruire complètement ou anéantir auparavant.
Étymologie: πρό, διαφθείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-διαφθείρω tevoren vernietigen:. νομίσαντες προδιαφθαρέντων μὲν τῶν ἡμετέρων οὐδ’ αὐτοὶ σωθήσεσθαι in de mening dat wanneer onze (troepen) eerst vernietigd werden, er ook voor henzelf geen redding meer zou zijn Isocr. 4.97. omkopen:; προδιαφθείρας τοίνυν τοὺς κριτάς nadat hij dus de rechters had omgekocht Dem. 21.18; ptc. perf. pass.. πλῆθος ἐλπίσι καὶ λόγοις προδιεφθαρμένον een volksmassa die tevoren met mooie verwachtingen en woorden was bewerkt Plut. Nic. 12.1.

Russian (Dvoretsky)

προδιαφθείρω:
1 ранее совершенно уничтожать: δεδιότες περὶ τῆ Ποτιδαίᾳ μὴ προδιαφθαρῇ Thuc. боясь, как бы у них до этого не была отнята Потидея;
2 развращать, совращать (τινὰ ἐλπίσι καὶ λόγοις Plut.);
3 подкупать (τοὺς κριτάς Dem.).

Greek Monolingual

Α
1. καταστρέφω εκ τών προτέρων («δεδιότες...μὴ προδιαφθαρῇ», Θουκ.)
2. διαφθείρω με δωροδοκία («προδιαφθείρας τοὺς κριτάς», Δημοσθ.)
3. (για γάλα) αλλοιώνομαι, χαλώ από πριν.

Greek Monotonic

προδιαφθείρω: μέλ. -φθερῶ, καταστρέφω εκ των προτέρων, σε Ισοκρ.· αφανίζω εκ των προτέρων, σε Δημ. — Παθ., σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προδιαφθείρω: διαφθείρω, καταστρέφω, ἀφανίζω ἐκ τῶν προτέρων, Ἰσοκρ. 408C· διαφθείρω διὰ δώρων πρότερον, Δημ. 520. 26. ― Παθ., διαφθείρομαι, καταστρέφομαι ἢ ἀπόλλυμαι προηγουμένως, Θουκ. 1. 119., 6. 78.

Middle Liddell

fut. -φθερῶ
to ruin beforehand, Isocr.: to bribe beforehand, Dem.:—Pass., Thuc.

Lexicon Thucydideum

prius perire, to perish first, 1.119.1, 6.78.1.