φορμηδόν
English (LSJ)
Adv., (φορμός) in a weave pattern, like matwork or wattling, crosswise, ξύλα . . φορμηδὸν ἀντὶ τοίχων τιθέντες = setting up planks arranged crosswise, Th.2.75; φορμηδὸν ἐπὶ ἁμάξας ἐπιβαλόντες = throwing on the wagon crosswise (sc. τοὺς νεκρούς) Id.4.48, cf. Ph.2.530, Aristid.2.312J.
German (Pape)
[Seite 1300] adv., 1) nach Art einer geflochtenen Decke, d. i. übers Kreuz, in die Quere, kreuzweis, Thuc. 2, 75; übh. kreuz u. quer, unter u. über einander, 4, 48. – 2) bündelweise.
French (Bailly abrégé)
adv.
en forme de natte, par entrecroisement, càd alternativement en long et en large.
Étymologie: φορμός, -δην.
Russian (Dvoretsky)
φορμηδόν: adv. φορμός крестообразно, крест-накрест (τιθέναι или ἐπιβάλλειν τι Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
φορμηδόν: Ἐπίρρ., (φορμὸς) ἐν εἴδει φορμοῦ, δηλ. σταυροειδῶς, «σταυρωτά», ξύλα... φ. ἀντὶ τοίχων τιθέντες, στήνοντες σταυροειδῶς ξύλα, Θουκ. 2. 75· φ. ἐπὶ ἀμάξας ἐπιβαλόντες (δηλ. τοὺς νεκροὺς) ὁ αὐτ. 4. 48, πρβλ. Φίλωνα 2. 530, Ἀριστείδ. 2. 312, Casaub. εἰς Αἰν. Τακτ. 32.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. όπως στον φορμό, σταυρωτά («συνδεδεμένων δοράτων φορμηδόν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].
Greek Monotonic
φορμηδόν: επίρρ. (φορμός), εγκάρσια, πλάγια, λοξά, σταυρωτά, μέσω συστροφής, σε Θουκ.
Middle Liddell
English (Woodhouse)
crosswise, cross-wise, in layers cross-wise, in layers crosswise