αἴσθημα
English (LSJ)
αἰσθήματος, τό,
A object of sensation, Arist. APo.99b37, Metaph.1010b32, Plot.4.3.25 and 29; τὸ νοεῖν γέγονεν αἰσθήμασι μόνοις Phld.D.1.13, etc.
II sense or perception of a thing, κακῶν E.IA1243.
Spanish (DGE)
αἰσθήματος, τό
1 atisbo, percepción αἴσθημά τοι κἀν νηπίοις τῶν κακῶν ἐγγίγνεται E.IA 1243.
2 sensación, sensación concreta, sensación como contenido op. la esfera mental τὰ φαντάσματα ὥσπερ αἰσθήματά ἐστι πλὴν ἄνευ ὕλης Arist.de An.432a9, τὸ αὐτὸ τῶν αἰσθημάτων δεῖ τίθεσθαι ἀντιλαμβάνεσθαι καὶ τῶν νοημάτων Plot.4.3.25
•op. τὰ αἰσθητά = las cualidades sensibles Arist.Metaph.1010b32, 1063b4, ἐνούσης δ' αἰσθήσεως τοῖς μὲν τῶν ζῴων ἐγγίγνεται μονὴ τοῦ αἰσθήματος, τοῖς δ' οὐκ ἐγγίγνεται Arist.APo.99b37, en sent. despect. ο ἷς τὸ νο[εῖ] ν γέγονεν αἰσθ[ή] μασι μόνοις Phld.D.1.13.39.
French (Bailly abrégé)
αἰσθήματος (τό) :
sentiment (de qch).
Étymologie: αἰσθάνομαι.
German (Pape)
τό, das Wahrgenommene, die Wahrnehmung, Arist. anal. post. 2.19; κακῶν Eur. I.A. 1230.
Russian (Dvoretsky)
αἴσθημα: αἰσθήματος τό
1 чувство, чувственное восприятие: τὰ αἰσθητὰ καὶ τὰ αἰσθήματα Arst. чувственно постигаемые свойства и чувственные восприятия;
2 чувствование, ощущение, понимание: αἴ. τοι κἀν νηπίοις γε τῶν κακῶν ἐγγίγνεται Eur. даже детям свойственно чувствовать несчастья.
Greek (Liddell-Scott)
αἴσθημα: αἰσθήματος, τό, τὸ διὰ τῶν αἰσθήσεων ἐννοούμενον, ἢ ἡ ἀντίληψις ἀντικειμένου τινός, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 19, 3. Μεταφ. 3. 5. 29, κτλ. ΙΙ. ἀντίληψις ἢ κατανόησις πράγματός τινος, κακῶν, Εὐρ. Ι. Α. 1243.
Greek Monotonic
αἴσθημα: αἰσθήματος, τό, αντίληψη, κατανόηση ενός πράγματος· κακῶν, σε Ευρ.
Middle Liddell
[from αἰσθάνομαι
perception of a thing, κακῶν Eur.