αἴσθημα

From LSJ
Revision as of 13:17, 18 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἴσθημα Medium diacritics: αἴσθημα Low diacritics: αίσθημα Capitals: ΑΙΣΘΗΜΑ
Transliteration A: aísthēma Transliteration B: aisthēma Transliteration C: aisthima Beta Code: ai)/sqhma

English (LSJ)

αἰσθήματος, τό,
A object of sensation, Arist. APo.99b37, Metaph.1010b32, Plot.4.3.25 and 29; τὸ νοεῖν γέγονεν αἰσθήμασι μόνοις Phld.D.1.13, etc.
II sense or perception of a thing, κακῶν E.IA1243.

Spanish (DGE)

αἰσθήματος, τό
1 atisbo, percepción αἴσθημά τοι κἀν νηπίοις τῶν κακῶν ἐγγίγνεται E.IA 1243.
2 sensación, sensación concreta, sensación como contenido op. la esfera mental τὰ φαντάσματα ὥσπερ αἰσθήματά ἐστι πλὴν ἄνευ ὕλης Arist.de An.432a9, τὸ αὐτὸ τῶν αἰσθημάτων δεῖ τίθεσθαι ἀντιλαμβάνεσθαι καὶ τῶν νοημάτων Plot.4.3.25
op. τὰ αἰσθητά = las cualidades sensibles Arist.Metaph.1010b32, 1063b4, ἐνούσης δ' αἰσθήσεως τοῖς μὲν τῶν ζῴων ἐγγίγνεται μονὴ τοῦ αἰσθήματος, τοῖς δ' οὐκ ἐγγίγνεται Arist.APo.99b37, en sent. despect. ο ἷς τὸ νο[εῖ] ν γέγονεν αἰσθ[ή] μασι μόνοις Phld.D.1.13.39.

French (Bailly abrégé)

αἰσθήματος (τό) :
sentiment (de qch).
Étymologie: αἰσθάνομαι.

German (Pape)

τό, das Wahrgenommene, die Wahrnehmung, Arist. anal. post. 2.19; κακῶν Eur. I.A. 1230.

Russian (Dvoretsky)

αἴσθημα: αἰσθήματος τό
1 чувство, чувственное восприятие: τὰ αἰσθητὰ καὶ τὰ αἰσθήματα Arst. чувственно постигаемые свойства и чувственные восприятия;
2 чувствование, ощущение, понимание: αἴ. τοι κἀν νηπίοις γε τῶν κακῶν ἐγγίγνεται Eur. даже детям свойственно чувствовать несчастья.

Greek (Liddell-Scott)

αἴσθημα: αἰσθήματος, τό, τὸ διὰ τῶν αἰσθήσεων ἐννοούμενον, ἢ ἡ ἀντίληψις ἀντικειμένου τινός, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 19, 3. Μεταφ. 3. 5. 29, κτλ. ΙΙ. ἀντίληψιςκατανόησις πράγματός τινος, κακῶν, Εὐρ. Ι. Α. 1243.

Greek Monotonic

αἴσθημα: αἰσθήματος, τό, αντίληψη, κατανόηση ενός πράγματος· κακῶν, σε Ευρ.

Middle Liddell

[from αἰσθάνομαι
perception of a thing, κακῶν Eur.

English (Woodhouse)

feeling, perception, insight into

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)