ναυαρχίς
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
(sc. ναῦς), ίδος, ἡ,
A admiral's flagship, Plb.1.51.1, D.S.11.27, Plu.Alc.27, Longus 2.28; ν. τριήρης D.S.20.7.
II mistress of a fleet, epithet of cities, e.g. Laodicea ad Mare, IG3.479; of Tripolis, ib.622; of Tyre, ib.14.830.
German (Pape)
[Seite 230] ίδος, ἡ, sc. ναῦς, Schiff des Schiffsbefehlshabers, Admiralschiff; Pol. 1, 51, 1 u. öfter, Plut. Alc. 27 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
vaisseau amiral.
Étymologie: ναύαρχος.
Russian (Dvoretsky)
ναυαρχίς: ίδος ἡ (sc. ναῦς) судно командующего флотом, корабль наварха Polyb., Plut.
Greek Monolingual
η (Α ναυαρχίς)
πολεμικό πλοίο, συνήθως ένα από τα ισχυρότερα πολεμικής ναυτικής μοίρας, στο οποίο επιβαίνει ο ναύαρχος ή, γενικότερα, ο αρχηγός του στόλου («τη ματωμένη επλεύρωνες, Κανάρη, ναυαρχίδα», Βαλαωρ.)
νεοελλ.
φρ. «κυβερνήτης ναυαρχίδας» και «κυβερνήτης σημαίας» — ο ανώτερος αξιωματικός που κυβερνά τη ναυαρχίδα και που έχει, συνήθως, βαθμό πλοιάρχου
αρχ.
προσωνυμία πόλεων, ιδίως της Λαοδικείας και της Τύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύαρχος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. γυμνασιαρχίς, στολαρχίς)].
Greek (Liddell-Scott)
ναυαρχίς: -ίδος, ἡ, τὸ πλοῖον τοῦ ναυάρχου, Πολύβ. 1. 51, 1. ΙΙ. ἡ κυρία στόλου, ὡς ἐπώνυμον τῆς Τύρου, Συλλ. Ἐπιγρ. 5853, 2.
Greek Monotonic
ναυαρχίς: -ίδος, ἡ, πλοίο ναυάρχου, σε Πολύβ.
Middle Liddell
ναυαρχίς, ίδος, ἡ, [from ναύαρχος
the ship of the ναύαρχος, Polyb.