ναυαρχίς

From LSJ
Revision as of 08:19, 19 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυαρχίς Medium diacritics: ναυαρχίς Low diacritics: ναυαρχίς Capitals: ΝΑΥΑΡΧΙΣ
Transliteration A: nauarchís Transliteration B: nauarchis Transliteration C: navarchis Beta Code: nauarxi/s

English (LSJ)

(sc. ναῦς), ίδος, ἡ,
A admiral's flagship, Plb.1.51.1, D.S.11.27, Plu.Alc.27, Longus 2.28; ν. τριήρης D.S.20.7.
II mistress of a fleet, epithet of cities, e.g. Laodicea ad Mare, IG3.479; of Tripolis, ib.622; of Tyre, ib.14.830.

German (Pape)

[Seite 230] ίδος, ἡ, sc. ναῦς, Schiff des Schiffsbefehlshabers, Admiralschiff; Pol. 1, 51, 1 u. öfter, Plut. Alc. 27 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
vaisseau amiral.
Étymologie: ναύαρχος.

Russian (Dvoretsky)

ναυαρχίς: ίδος ἡ (sc. ναῦς) судно командующего флотом, корабль наварха Polyb., Plut.

Greek Monolingual

η (Α ναυαρχίς)
πολεμικό πλοίο, συνήθως ένα από τα ισχυρότερα πολεμικής ναυτικής μοίρας, στο οποίο επιβαίνει ο ναύαρχος ή, γενικότερα, ο αρχηγός του στόλου («τη ματωμένη επλεύρωνες, Κανάρη, ναυαρχίδα», Βαλαωρ.)
νεοελλ.
φρ. «κυβερνήτης ναυαρχίδας» και «κυβερνήτης σημαίας» — ο ανώτερος αξιωματικός που κυβερνά τη ναυαρχίδα και που έχει, συνήθως, βαθμό πλοιάρχου
αρχ.
προσωνυμία πόλεων, ιδίως της Λαοδικείας και της Τύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύαρχος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. γυμνασιαρχίς, στολαρχίς)].

Greek (Liddell-Scott)

ναυαρχίς: -ίδος, ἡ, τὸ πλοῖον τοῦ ναυάρχου, Πολύβ. 1. 51, 1. ΙΙ. ἡ κυρία στόλου, ὡς ἐπώνυμον τῆς Τύρου, Συλλ. Ἐπιγρ. 5853, 2.

Greek Monotonic

ναυαρχίς: -ίδος, ἡ, πλοίο ναυάρχου, σε Πολύβ.

Middle Liddell

ναυαρχίς, ίδος, ἡ, [from ναύαρχος
the ship of the ναύαρχος, Polyb.