δυναστικός

From LSJ
Revision as of 17:27, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠναστικός Medium diacritics: δυναστικός Low diacritics: δυναστικός Capitals: ΔΥΝΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dynastikós Transliteration B: dynastikos Transliteration C: dynastikos Beta Code: dunastiko/s

English (LSJ)

δυναστική, δυναστικόν, of or for a δυνάστης, arbitrary, Arist.Pol.1320b31 (Sup.): Comp., more potent, Gal.6.396.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 consistente en un poder personal, autocrático ἡ δυναστικωτάτη ... τῶν ὀλιγαρχιῶν Arist.Pol.1320b31
subst. ὁ δ. tirano ἐτυράννησε ... Ἀναξίλας ... ἦσαν δὲ καὶ ἄλλοι δυναστικοὶ Arist.Fr.611.55.
2 potente, poderoso δυσκρασίαι Gal.6.396, ζῴδια Vett.Val.155.15, τίς (ἀστὴρ) τίνος ... δυναστικώτερος τυγχάνει Vett.Val.275.27, cf. 83.12.

German (Pape)

[Seite 673] zum δυνάστης gehörig, gewalthaberisch; τῇ δυναστικωτάτῃ καὶ τυραννικωτάτῃ τῶν ὀλιγαρχιῶν Arist. pol. 6, 6 erinnert an das unter δυναστεία Gesagte.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
impérieux, autoritaire.
Étymologie: δυνάστης.

Russian (Dvoretsky)

δῠναστικός: Arst. = δυναστευτικός.

Greek (Liddell-Scott)

δῠναστικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος διὰ δυνάστην, αὐθαίρετος, Ἀριστ. Πολ. 6. 6, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δυναστικός, -ή, -όν) δυνάστης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη ή στη δυναστεία
νεοελλ.
βασιλικός
μσν.
βίαιος, καταναγκαστικός
αρχ.
αυθαίρετος.

Greek Monotonic

δυναστικός: -ή, -όν, τυρρανικός, αυθαίρετος, σε Αριστ.

Middle Liddell

δυναστικός, ή, όν [from δῠνάστης] adj
arbitrary, Arist.