αὐτόφυτος

From LSJ
Revision as of 17:27, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόφῠτος Medium diacritics: αὐτόφυτος Low diacritics: αυτόφυτος Capitals: ΑΥΤΟΦΥΤΟΣ
Transliteration A: autóphytos Transliteration B: autophytos Transliteration C: aftofytos Beta Code: au)to/futos

English (LSJ)

αὐτόφυτον,
A self-engendered: hence, arising naturally, ἕλκεα Pi.P.3.47, cf. Antipho Trag. ap. Lex.Sabb.; native, ἀρετή D.C.44.37.
2 natural, primitive, ἐργασία Arist.Pol.1256a40.

Spanish (DGE)

(αὐτόφῠτος) -ον
I 1nacido espontáneamente, por sí mismo αὐτοφύτων ἑλκέων úlceras espontáneas Pi.P.3.47, cf. Antipho Trag.5, αὐτοφύτοισιν ... ἀμπέλοισιν Hp.Ep.17
que se regenera espontáneamente del hígado de Prometeo, Nonn.D.2.300
autogenerado de Dios, Nonn.Par.Eu.Io.1.1.
2 innato, natural ἀρετή virtud innata D.C.44.37.2, cf. Nonn.D.4.436.
II productivo por sí mismo αὐ. ἐργασία medio de vida natural Arist.Pol.1256a40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 qui naît de soi-même;
2 qui existe par soi-même, naturel ; inné;
II. qui produit lui-même.
Étymologie: αὐτός, φύω.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόφῠτος:
1 самостоятельно возникающий (ἕλκεα Pind.);
2 непосредственно производящий (ἐργασία Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόφῠτος: -ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ φύς, γεννηθείς, ἕλκεα Πινδ. Π. 3. 83· ἀφ' ἑαυτοῦ ὑπάρχων, Νόνν. Μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. α΄, 3· ἐγγενής, ἔμφυτος, σύμφυτος, ἀρετὴ Δίων Κ. 44. 37. 2) φυσικὸς, αὐτ. ἐργασία = αὐτουργία, ὅ ἐ. γεωργία ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δι’ ἀλλαγῆς πορίζειν τὴν τροφὴν Ἀριστ. Πολ. 1. 8, 8.

English (Slater)

αὐτόφῠτος
1 arising of their own accord, naturally ὅσσοι μόλον αὐτοφύτων ἑλκέων ξυνάονες (P. 3.47)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτόφυτος, -ον)
1. (για φυτά) αυτός που φύτρωσε μόνος του, αυτοφυής
2. φυσικός, απλός, πρωτόγονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -φυτος < φύομαι].

Greek Monotonic

αὐτόφῠτος: -ον, 1. γεννημένος αφ' εαυτού, ἕλκεα, σε Πίνδ.
2. φυσικός, αὐτόφυτος ἐργασία = αὐτουργία, δηλ. η γεωργία, σε Αριστ.

Middle Liddell

1. self-caused, ἕλκεα Pind.
2. natural, αὐτ. ἐργασία, = αὐτουργία, i. e. agriculture, Arist.