προκυλινδέομαι
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
Pass., roll before or roll at the feet of, prostrate oneself before another, τοῖς ἰκτίνοις Ar.Av.501 (cf. Sch.), Luc.DDeor.6.2 (v.l. προκυλινδόμενον); τινος D.19.338 (nisi leg. προκαλ-); τῶν θείων ἰχνῶν Wilcken Chr.6.8 (v A.D.); π. ἡ πέρδιξ τοῦ θηρεύοντος Arist.HA613b18 (προκυλίεσθαι ap.Antig.Mir.39); cf. προκαλινδέομαι.
French (Bailly abrégé)
προκυλινδοῦμαι;
se rouler ou se jeter aux pieds de, gén..
Étymologie: πρό, κυλίνδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-κυλινδέομαι zich op de grond wentelen (voor), met dat.
Russian (Dvoretsky)
προκῠλινδέομαι: подкатываться: π. τινι Arph. и τινος Dem. валяться у кого-л. в ногах; προκυλινδεῖται ἡ πέρδιξ τοῦ θηρεύοντος Arst. (чтобы отвлечь внимание от своих птенцов), куропатка подбегает к ногам охотника.
Greek Monotonic
προκῠλινδέομαι: Παθ., κυλιέμαι μπροστά στα πόδια κάποιου, Λατ. provolvi ad genua alicujus, τινι, σε Αριστοφ.· τινος, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
προκῠλινδέομαι: Παθ., προκυλίομαι, κυλίομαι πρὸ τῶν ποδῶν τινος, Λατιν. provolvi ad genua alicujus, τινι Ἀριστοφ. Ὄρν. 501, ἔνθα ἴδε Σχολ.· τινος Δημ. 450. 2· πρ. ἡ πέρδιξ τοῦ θηρεύοντος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 8, 3· πρβλ. προκαλινδέομαι.
Middle Liddell
Pass. to roll at the feet of another, Lat. provolvi ad genua alicujus, τινι Ar.; τινος Dem.