κάμνω
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
fut. κᾰμοῦμαι, καμῇ, A.Eu.881, S.Tr.1215;
A καμεῖται Il.2.389, Pl.Lg.921e; Ep. inf. -έεσθαι A.R.3.580: aor. 2 ἔκᾰμον, Ep. κάμον Il.4.187,al.; inf. καμεῖν, Ep. subj. redupl. κεκάμω, κεκάμῃσι, κεκάμωσιν, Il.1.168, 17.658, 7.5 (but Aristarch. read κε κάμω, etc., prob. rightly): pf. κέκμηκα Il.6.262, etc.: plpf. ἐκεκμήκεσαν Th.3.98; Ep. part. κεκμηώς, κεκμηῶτι, κεκμηῶτα, Il.23.232, 6.261, Od.10.31; κεκμηότας Il.11.802; κεκμηῶτας is v.l. for κεκμηκότας in Th.3.59:— Med., aor. 2 ἐκᾰμόμην Od.9.130, Ep. καμ- Il.18.341. I trans., work, μίτρη, τὴν Χαλκῆες κάμον ἄνδρες wrought it, 4.187,216; ἐπεὶ πάνθ' ὅπλα κάμε 18.614; σκῆπτρον... τὸ μὲν Ἥφαιστος κάμε τεύχων 2.101, cf. 8.195; κ. νῆας Od.9.126; πέπλον Il.5.338, cf. Od.15.105; ἵππον 11.523; λέχος 23.189; ἄστυ build, A.R.1.1322: also in aor. Med., ἱρόν Id.2.718. 2 aor.Med., win by toil, τὰς (sc. γυναῖκας) αὐτοὶ καμόμεσθα βίηφί τε δουρί τε μακρῷ Il.18.341. 3 aor.Med., labour, till, οἵ κέ σφιν καὶ νῆσον . . ἐκάμοντο Od.9.130; οἴκους Philet.8. II intr., toil, labour, τινι for one, Od.14.65; ὑπὲρ τῆς πόλεως Th.2.41: then, from the effect of continued work, to be weary, ἀνδρὶ δὲ κεκμηῶτι μένος μέγα οἶνος ἀέξει Il.6.261, cf. 11.802: with acc. of the part, οὐδέ τι γυῖα . . κάμνει nor is he weary in limb, 19.170, etc.; περὶ δ' ἔγχεϊ Χεῖρα καμεῖται 2.389; ὁ δ' ἀριστερὸν ὦμον ἔκαμνεν 16.106: freq. c. part., κ. πολεμίζων, ἐλαύνοντες, ἐρεθίζων, is weary of fighting, rowing, etc., 1.168, 7.5, 17.658, etc.; οὐ μέν θην κάμετον . . ὀλλῦσαι Τρῶας 8.448; ἔκαμον δέ μοι ὄσσε πάντῃ παπταίνοντι Od.12.232; but οὐδέ τι τόξον δὴν ἔκαμον τανύων I did not long strain over stringing the bow, i.e. did it without effort, 21.426, cf. Il.8.22: later freq. with neg., οὔτοι καμοῦμαι . . λέγουσα I shall never be tired of saying, A.Eu.881; μὴ κάμῃς λέγων E.IA1143; οὐκ ἂν κάμοιμι τὰς κακὰς κτείνων Id.Or.1590; οὔποτε κάμοιμ' ἂν ὀρχουμένη Ar.Lys.541 (lyr.); κ. εὐεργετῶν, ἐπαινῶν, Pl.Grg.470c,Lg.921e: c. dat., κ. δαπάναις to grow tired in spending, spare expense, Pi.P.1.90. 2 to be hard-pressed, worsted, in battle or contest, ib.1.78,80; τὸ κάμνον στρατοῦ E.Supp. 709. 3 to be sick or suffering, τί πάσχεις; τί κάμνεις; Ar.Nu.708; οἱ κάμνοντες the sick, Hdt.1.197, cf. S.Ph.282, And.1.64, Pl.R.407c, Ep.Jac.5.15, etc.; of a doctor's patients, Hp.Acut.1, D.18.243, SIG943.10 (Cos); καμοῦσα ἀπέθανε having fallen sick, And.1.120: c. acc. cogn., κάμνειν νόσον E.Heracl.990, Pl.R.408e; [τὴν ποδάγραν] v.l. in Arist.HA604a23; τοὺς ὀφθαλμούς Hdt.2.111; τὰ σώματα to be ill or distempered in body, Pl.Grg.478a; ὠσίν τε κὤμμασιν Herod.3.32; πάθᾳ Pi.P.8.48; νοσήμασι Arist.HA603a30; ἀπὸ τοῦ τραύματος Luc.Tox.60; ὑπὸ νόσου Hdn.3.14.2. 4 generally, to be distressed, meet with disaster, στρατοῦ καμόντος A.Ag.670; τῷ πεποιημένῳ κ. μεγάλως Hdt.1.118, cf. A.Ag.482 (lyr.), E.Med.1138, HF293; οὐ καμῇ τοὐμὸν μέρος wilt not have to complain... S.Tr. 1215; κ. ἔν τινι E.Hec.306, IA966; of a ship, νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι A.Th.210: c. acc. cogn., οὐκ ἴσον καμὼν ἐμοὶ λύπης not having borne an equal share of grief, S.El.532. 5 in aor. part., of the dead, i. e. either outworn, or those whose work is done, or those who have met with disaster, οἳ ὑπένερθε καμόντας ἀνθρώπους τίνυσθον Il.3.278, cf.Theoc.17.49; βροτῶν εἴδωλα καμόντων Od.11.476; εἴδωλα κ. 24.14, Il.23.72, cf. A.Supp.231, etc.: also in pf. part. in Trag. and Prose, κεκμηκότες S.Fr.284, E.Supp.756, Th.3.59, Pl.Lg.718a, 927b, Arist.EN1101a35; ἱερὰ τῶν κ. E.Tr.96; also in the finite Verb, ὅπη ἄνθρωπος ἔκαμε Berl.Sitzb. 1927.158 (Cyrene).--The pf. is always intr. (Cf. Skt. śamnīte 'work hard', 'serve zealously', śamitár- 'sacrificing priest', Gr. εἰρο-κόμος, κομέω, κομίζω.)
German (Pape)
[Seite 1317] aor. ἔκαμον, καμεῖν, fut. καμοῦμαι, καμεῖται Il. 2, 389, οὐ καμεῖ τοὐμὸν μέρος Soph. Trach. 1205 ist 2. Person, perf. κέκμηκα, z. B. Il. 6, 262, davon partic. sync. κεκμηώς, Il. 23, 232, κεκμηῶτι, κεκμηῶτα, 6, 261 Od. 10, 31, auch κεκμηότας, Il. 11, 802; bei Thuc. 3, 59 ist die Lesart der meisten mss. κεκμηῶτας für κεκμηκότας; im aor. hat Hom. auch die reduplleirte Form κεκάμω, Il. 1, 168, κεκάμῃσι 12, 658, κεκάμωσι 7, 5; da aber diese Conj. immer nach ἐπεί stehen, schreibt Bekker ἐπεί κε κάμω u. s. w.; κεκαμών führt Gregor. Cor. als ionisch an p. 461; – 1) sich müde arbeiten, müde werden, ermüden; οὐδέ τι γυῖα πρὶν κάμνει, πρὶν πάντας ἐρωῆσαι πολέμοιο, er ermüdet nicht an den Gliedern, Il. 19, 169; μάλα γὰρ κάμε φαίδιμα γυῖα 23, 63; περὶ δ' ἔγχει χεῖρα καμεῖται 2, 389; ὦμον 16, 106, ihm ward die Schulter matt; 11, 801 ἀκμῆτες den κεκμηότες entggstzt; cum partic., ἐπεὶ κάμε δακρυχέουσα, da sie vom Weinen müde war, 24, 613, wie οὐδέ τι τόξον δὴν ἔκαμον τανύων, ich mühte mich nicht lange ab, den Bogen zu spannen, ich spannte ihn ohne Anstrengung, Od. 21, 426; ἐπεί κε κάμωσιν ἐλαύνοντες, wenn sie müde geworden sind zu rudern, Il. 7, 5, vgl. 17, 658. So auch Folgde, οὔτοι καμοῦμαί σοι λέγουσα τἀγαθά, ich werde nicht müde werden, dir Gutes zu rathen, Aesch. Eum. 841, vgl. 868; οὐκ ἂν κάμοιμι τὰς κακὰς κτείνων Eur. Or. 1590; οὔποτ' ἂν κάμοιμ' ὀρχουμένη, ich werde vom Tanzen nicht müde, ich werde nicht müde zu tanzen, Ar. Lys. 541; in Prosa, μὴ κάμῃς φίλον ἄνδρα εὐεργετῶν Plat. Gorg. 470 c, laß dich's nicht verdrießen, thue es unverdrossen; ὁ νόμος αὐτὸν ἐπαινῶν οὔποτε καμεῖται Legg. XI, 921 e. Anders Xen. An. 3, 4, 47 ἐγὼ δὲ χαλεπῶς κάμνω τὴν ἀσπίδα φέρων, ich ermatte unter der Last des Schildes; ἔκαμον δέ μοι ὄσσε πάντη παπταίνοντι Od. 12, 232; von Pferden Il. 4, 27. – Sich anstrengen, sich's sauer werden lassen, Il. 8, 448, vgl. 22. – Pind. πολεμίων ἀνδρῶν καμόντων, in der Schlacht den Kürzern ziehen, P. 1, 80; θυμῷ Ol. 2, 9; δαπάναις, müde werden im Aufwande, die Kosten sparen, P. 1, 90; στρατοῦ καμόντος, erliegen, Aesch. Ag. 656 (vgl. Eur. Suppl. 709); νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι, wie auch wir sagen »wenn das Schiff gegen die Wogen arbeitet«, Spt. 192; Soph. El. 522; οἱ γὰρ εὐγενεῖς κάμνουσι τοῖς αἰσχροῖσι τῶν τέκνων ὕπερ, strengen sich an, unterziehen sich der Gefahr, Eur. Herc. Fur. 293; – δεῖ μηδαμῇ κάμνειν τὸν νομοθέτην, er darf nicht müde werden, Plat. Legg. X, 890 d. – Gew. krank und schwach werden, sein, leiden, Ar. Th. 405, vgl. οὐδ' ὅστις νόσου κάμνοντι συλλάβοιτο Soph. Phil. 282; Plat. Gorg. 477 d u. öfter; ἀνδράποδον κάμνον φθόῃ Legg. XI, 916 a; κάμνον σῶμα ἰατρικῆς καθάρσεως τυχόν ib. I, 628 d; τοὺς κάμνοντας τὰ σώματα Gorg. 478 a; εἰ πάσας νόσους κάμοιεν Rep. III, 408 e; Eur. Ἥρα με κάμνειν τήνδ' ἔθηκε τὴν νόσον Heracl. 990; Sp., νοσήμασι κάμνουσι τρισί, sie leiden an drei Krankheiten, Arist. H. A. 8, 21; τὴν ποδάγραν 8, 24; im Ggstz von ὑγιαίνω, gen. et interit. 1, 3 A; καμάτους κάμνειν Hdn. 3, 6, 7; ὑπὸ τῆς νόσου κάμνειν 3, 14, 4. – Bei Xen. An. 4, 5. 17 u. öfter = schwach, marode sein, οἱ καμόντες, die Müden. – Uebertr., ἀλλαγᾷ λόγου καμεῖν, an der Aenderung der Rede kranken, Aesch. Ag. 469; οἵπερ σοῖς ἐκάμνομεν κακοῖς Eur. Med. 1138; τῷ πεποιημένῳ ἔκαμνον μεγάλως Her. 1, 118; ἐν τῷδε κάμνουσιν αἱ πολλαὶ πόλεις, daran kranken die meisten Staaten, das ist ihre Schwäche, Eur. Hec. 306; ἐν τῷδ' ἔκαμνε νόστος I. A. 966; ὃ κάμνει τοῦ λόγου μάλιστά σοι Ion 363. – Bes. sind οἱ καμόντες od. οἱ κεκμηκότες die Todten, entweder weil sie des Lebens Last und Mühe getragen und nun ausgelitten haben, oder mit Buttm. Lexil. II p. 237 die Ermüdeten, Entkräfteten euphemistisch für θανόντες; βροτῶν εἴδωλα καμόντων Od. 11, 475, vgl. 24, 14; Ζεὺς ἄλλος ἐν καμοῦσιν Aesch. Suppl. 228, vgl. 149; Eur. Suppl. 756 Tr. 96 (wo man es auch für die dii manes der Römer erkl.); ἐπικαλούμεθα τοὺς κεκμη κότας Thuc. 3, 59; τὰς τῶν κεκμηκότων ψυχάς Plat. Legg. XI, 927 b; Sp., εἰσὶ καμοῦσιν ὡς ζῳοῖς ἀρχαὶ συμφορέων ἕτεραι Crinag. 34 (IX, 81). – 2) trans., nur im aor., mit Mühe u. Anstrengung arbeiten, verfertigen, bes. von künstlichen Metallarbeiten; αὐτὰρ ἐπεὶ πάνθ' ὅπλα κάμε Il. 18, 613; κάμε τεύχων 2, 101. 8, 195; πέπλοι, οὓς κάμεν αὐτή Od. 15, 105; ἄστυ Ap. Rh. 1, 1322. – Im aor. med. = sich erwerben, durch Anstrengung erlangen; τὰς αὐτοὶ καμόμεσθα βίηφί τε δουρί τε μακρῷ Il. 18, 341; νῆσον ἐκάμοντο Od. 9, 130; οἴκους ἐκάμοντο Philet. 7; ἱρόν, ὅ ῥ' ἐκάμοντο, sich erbauen, Ap. Rh. 2, 718.