βόσκω

From LSJ
Revision as of 19:42, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βόσκω Medium diacritics: βόσκω Low diacritics: βόσκω Capitals: ΒΟΣΚΩ
Transliteration A: bóskō Transliteration B: boskō Transliteration C: vosko Beta Code: bo/skw

English (LSJ)

impf. ἔβοσκον, Ep.

   A βόσκε Il.15.548: fut. -ήσω Od.17.559, Ar.Ec.590: aor. ἐβόσκησα Gp.18.7: pf. βεβόσκηκα PMag.6.13 (iii B. C.):—Pass. and Med. (v. infr. 11); Ion. impf. βοσκέσκοντο Od.12.355: fut. βοσκήσομαι Sarap. in Plu.2.398d, Dor. βοσκησεῦμαι Theoc. 5.103: aor. ἐβοσκήθην Nic. Th.34, Babr.89.7.    I prop. of herdsmen, feed, tend, αἰπόλια Od. 14.102; ταὦς Stratt.27; ὁ βόσκων the feeder, Arist.HA540a18.    2 generally, feed, nourish, βόσκει γαῖα . . ἀνθρώπους Od.11.365, cf. 14.325; γαστέρα βοσκήσεις 17.559; πάντα βόσκουσαν φλόγα . . Ἡλίου S.OT1425; maintain, keep, ἐπικούρους Hdt.6.39; ναυτικόν Th.7.48; γυναῖκας Ar.Lys.260; οἰκέτας ib.1204, Herod.7.44: metaph., β. νόσον S.Ph.313; πράγματα β. troubles, i.e. children, Ar.V.313.    II Pass., of cattle, feed, graze, Od.21.49, etc.; ξύλοχον κάτα Il.5.162: c.acc., feed on, ποίην h.Merc.27,232, cf. A.Ag.118 (lyr.), Arist.HA591a16, al.; τινί A.Th.244.    2 metaph., to be fed or nurtured, ἰυγμοῖσι Id.Ch.26 (lyr.); κούφοις πνεύμασιν S.Aj. 558; ἐλπίσιν E.Ba.617; β. τινί or περί τι run riot in a thing, AP 5.271 (Paul. Sil.), prob. in 285 (Id.). (g[uglide]ō, cf. Lith. guotas 'herd'.)

German (Pape)

[Seite 454] fut. βοσκήσω, we id en, das Vieh hüten; εἰμποδας βοῦς βόσκ' ἐν Περκώτ ῃ Iliad. 15, 548; τόσα πώεα οἰῶν, τόσσα συῶν συβόσια, τόσ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες Odyss. 14, 102; passiv. geweidet, gehütet werden, Odyss. 14, 104 ἔνθα δέ τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν ἕνδεκα πάντα ἐσχατιῇ βόσκοντ', ἐπὶ δ' ἀνέρες ἐσθλοὶ ὄρονται; Iliad. 17, 62 βοσκομένης ἀγέλης βοῦν; Odyss. 21, 49 ταῦρος βοσκόμενος λειμῶνι; 12, 355 βοσκέσκονθ' ἕλικες καλαὶ βόες εὐρυμέτωποι, vgl. 12, 128 ff; von einer Insel wird Odyss. 9, 124 gesagt βόσκει δέ τε μηκάδας αἶγας; katachrestisch wird das Wort von einem Hirsche Odyss. 4, 338 gebraucht, ἔλαφος κνημοὺς ἐξερέῃσι καὶ ἄγκεα ποιήεντα βοσκομένη; von Vögeln Iliad. 15, 691, ὀρνίθων πετεηνῶν ἔθνος ποταμὸν πάρα βοσκομενάων, χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων; von Seethieren, Odyss. 12, 97 καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἕλῃσιν κῆτος, ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη: von Menschen, Odyss. 11, 365 οἷά τε πολλοὺς βόσκει γαῖα μέλαινα πολυσπερέας ἀνθρώπους; Odyss. 14, 325 καί νύ κεν ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ' ἔτι βόσκοι· τόσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος; vom Bauche, Odyss. 18, 364 ὄφρ' ἂν ἔχῃς βόσκειν σὴν γαστέρ' ἄναλτον; 17, 559 σῖτον δὲ καὶ αἰτίζων κατὰ δῆμον γαστέρα βοσκήσεις. – So bes. bei Folgdn meist mit verächtlicher Nebenbedeutung, ἄνδρας ἀργούς Ar. Nubb. 330; ἐπικούρους Her. 6, 39; ναυτικὸν βόσκοντες Thuc. 7, 48; Sp.; – βόσκειν νόσον Soph. Phil. 313: übertr., ἐλπὶς βόσκει φυγάδας Eur. Phoen. 399; vgl. Soph. Ant. 1241. – Pass., geweidet werden, βοσκηθείς Nic. Th. 34; vgl. Aesch. Ch. 226; Soph. Ai. 559; Plat. Rep. IX, 586 a; βοσκησεῖσθαι Theocr. 5, 103. Aber τί, Aesch. Ag. 118, verzehren; sp. D. Uebh. schwelgen in etwas, περὶ δειρήν, ἐπὶ σοῖς ἅψεσι, P. Sil. 11. 30 (V, 272. 286). – βοσκητέον, man muß ernähren, Ar. Av. 1359.