περιελαύνω

From LSJ
Revision as of 09:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιελαύνω Medium diacritics: περιελαύνω Low diacritics: περιελαύνω Capitals: ΠΕΡΙΕΛΑΥΝΩ
Transliteration A: perielaúnō Transliteration B: perielaunō Transliteration C: perielayno Beta Code: perielau/nw

English (LSJ)

fut.

   A -ελῶ Ar.Eq.290, etc. :—drive round, τὰς κύλικας π. push the cups round, X.Smp.2.27, Poll.6.30 ; drive, round up cattle, etc. as booty, λείαν πολλήν Parth.20.1, App.Hann.12 ; [πρόβατα] Palaeph.18; βοῦς Porph.Abst.2.30 :—also in Med., Plb.4.29.6, etc.    2 drive about, harass, οἵοις πιθηκισμοῖς με περιελαύνεις Ar. Eq.887; περιελῶ σ' ἀλαζονείαις (Elmsl. for -είας) ib.290 :—Pass., περιελαυνόμενος τῇ στάσι Hdt.1.60 ; μή με περιελαθέντα περιιδεῖν ὑπὸ τούτων D.42.32.    3 draw or build round, περὶ δ' ἕπκος ἔλασσε Il.18.564 ; περὶ δ' ἕρκος ἐλήλαται ἀμφοτέρωθεν Od.7.113 ; ἐληλαμέναι πέρι πύργον A.Pers.872(lyr.); π. αὔλακα βαθεῖαν Plu.Rom.11.    II seemingly intr. (sc. ἅρμα, ἵππον, etc.), drive or ride round, Hdt.1.106, Th.7.44, X.Cyr.1.4.24, Eq.Mag.3.2 ; εἰς τὸ ὄπισθεν Id.Cyr.7.1.36 : c. acc. loci, ὅσα ἂν ἵππῳ ἐν ἡμέρῃ μιῇ περιελάσῃ as much ground as... Hdt.4.7, cf. X.Cyr.4.2.32.    2 metaph., have recourse, οὐδὲ ἐς ὁτιοῦν περιελᾷ ψεῦδος Philostr.VA7.14.

German (Pape)

[Seite 574] (s. ἐλαύνω), herumtreiben; aus Hom. rechnet man als Tmesis hierher περὶ δ' ἕρκος ἔλασσε, Il. 18, 564, u. pass. περὶ δ' ἕρκος ἐλήλαται, Od. 7, 113, einen Zaun herumziehen; τὰς κύλικας, die Becher schnell die Runde gehenlassen, Xen. Conv. 2, 27. – Intr., wobei man ἵππον, ἅρμα u. dgl. ergänzen kann, herumreiten, -fahren, Her. 1, 106, Thuc. 7, 44, Xen. Cyr. 1, 4, 24 u. sonst. – Pass. umgeben, umzingelt werden, περιελαυνόμενος τῇ στάσει, Her. 1, 60. – Pol. vrbdt das med. oft mit dem acc., Etwas für sich zusammentreiben, zusammenbringen, περιελασάμενος λείας πλῆθος ἱκανόν, 4, 59, 1; bes. σώματα καὶ θρέμματα, 4, 29, 6 u. öfter; u. dah. pass., ἡ περιελαθεῖσα λεία, 5, 95, 10.

Greek (Liddell-Scott)

περιελαύνω: μελλ. -ελῶ, ἐλαύνω πέριξ, χρὴ τοὺς οἰνοχόους μιμεῖσθαι τοὺς ἀγαθοὺς ἁρματηλάτας, θᾶττον περιελαύνοντας τοὺς κύλικας Ξεν. Συμπ. 2, 27, Πολυδ. Ϛ΄, 30. κλ. ― Μέσ., περισυνάγω καὶ συνελαύνω, διαρπάσαντες τὴν Κυναθαίων πόλιν καὶ πολλὰ περιελασάμενοι σώματα καὶ θρέμματα Πολύβ. 4. 29, 6, κτλ. 2) κατατρέχω, βασανίζω, οἵοις πιθηκισμοῖς με περιελαύνεις Ἀριστοφ. Ἱππ. 887˙ ὁπόθεν ὁ Elmsl. διώρθωσε: περιελῶ σ’ ἀλαζονείαις (ἀντὶ -είας) αὐτόθι 290. ― Παθ., περιελαυνόμενος τῇ στάσει Ἡρόδ. 1. 60˙ μή με περιελαθέντα περιιδεῖν ὑπὸ τούτων Δημ. 1019. 10. 3) ποιῶ τι ἐν κύκλῳ, οἰκοδομῶ πέριξ, περὶ δ΄ ἕρκος ἔλασσε Ἱλ. Σ. 564˙ περί δ’ ἕρκος ἐλήλαται Ὀδ. Η. 113, πρβλ. Αἰσχύλ. Περσ. 871˙ οὕτω, π. αὔλακα βαθεῖαν Πλουτ. Ρωμ. 11. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἅρμα, ἵππον, κτλ.), περιτρέχω ἐφ’ ἁμάξης ἢ ἔφιππος, Ἡρόδ. 1. 106, Θουκ. 7. 44, Ξεν.˙ ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ. τόπου, ὅσα ἂν ἵππῳ ἐν ἡμέρῃ μιῇ περιελάσῃ, τόσον διάστημα ὅσον .., Ἡρόδ. 4. 7, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 32.