αὐχμός
English (LSJ)
ὁ,
A drought, Emp.111.6, Hdt.2.13,4.198, Hp.Aph.3.7: in pl., Th.1.23, Isoc.9.14, Plu.Num.13: metaph., ὥσπερ αὐχμός τις τῆς σοφίας drought, dearth of... Pl.Men.70c; so perh. αὐχμὸς τῶν σκευαρίων Ar.Pl.839. 2 effects of drought, squalor, μεστὰς αὐχμοῦ τε καὶ κόνεως Pl.R.614d. 3 of style, dryness, meagreness, D.H.Dem. 44. 4 thirst, D.Chr.7.152. (Perh. akin to αὖος.)
German (Pape)
[Seite 405] ὁ, 1) Trockenheit, Dürre, Her. 1, 13. 4, 198; Ar. Nubb. 1104, entgeggstzt ἐπομβρία; Unfruchtbarkeit; übertr., σοφίας Plat. Men. 70 c; im plur. Thuc. 1, 23 Isocr. 9, 14. 11, 13; Plut. Num. 13. – 2) das Aussehen der von der Dürre geborstenen od. staubigen Erde, übh. Schmutz, verwildertes Ansehen, αὐχμὸς καὶ κόνις Plat. Rep. X, 614 d; Armuth, τινός Ar. Plut. 839.
Greek (Liddell-Scott)
αὐχμός: ὁ, (αὔω) ξηρασία, Ἡρόδ. 2. 13., 4. 198, Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἐν τῷ πληθ., Θουκ. 1. 23, Ἰσοκρ. 191D: ― μεταφ., ὥσπερ αὐχμός τις τῆς σοφίας, ξηρασία, σπάνις, Πλάτ. Μένων 70C· καὶ οὕτως ἴσως αὐχμὸς τῶν σκευαρίων Ἀριστοφ. Πλ. 839. 2) τὰ ἀποτελέσματα τῆς ξηρασίας, ξηρότης, τραχύτης, ῥυπαρία, μεστὰς αὐχμοῦ τε καὶ κόνεως Πλάτ. Πολ. 614D. 3) ἐπὶ ὕφους, ξηρότης, ἰσχνότης, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 44.