ἠλακάτη

From LSJ
Revision as of 09:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλᾰκάτη Medium diacritics: ἠλακάτη Low diacritics: ηλακάτη Capitals: ΗΛΑΚΑΤΗ
Transliteration A: ēlakátē Transliteration B: ēlakatē Transliteration C: ilakati Beta Code: h)laka/th

English (LSJ)

[κᾰ], ἡ (so in Att. Inscrr., IG22.1517.209, but ἠλεκ- SIG2 588.17 (Delos, ii B.C.), AJA17.162 (Cyrene), Sammelb.5873, cf. Hsch.;

   A v. ἠλεκάτιον), Dor. ἠλᾰκάτᾱ E.Or.1431 (lyr.), Aeol. ἀλᾰκάτᾱ Theoc.28.1 (ᾱλ- also in χρυσᾱλάκατος, εὐᾱλάκατος, Dor. ἠλ- is dub.):—distaff, Od.4.135, 1.357, Il.6.491, E. l.c., etc.; ἡ ἠ. [τοῦ ἀτράκτου] the stalk of the spindle, Pl.R.616c: metaph., γηραιῇσι . . ἠλακάτῃσι with the fate of old age, IG14.1389i18.    II of distaffshaped objects:    1 one joint of a reed or cane, Thphr.HP2.2.1; a reed,= δόναξ, Hsch.; ὥσπερ ἠ., of the pistil of the citron-flower, Thphr.HP1.13.4, cf. 4.4.3.    2 in Compds. (e.g. χρυσηλάκατος), arrow, Hsch.    3 the upper part of the mast, which was made to turn round, A.R.1.565 (v. Sch.), Ath.11.475a.    4 windlass, Sch.Th.7.25 (v.l. ἠλεκ-).    5 the constellation Coma Berenices, Sch.Arat.146.

German (Pape)

[Seite 1159] ἡ (nach Buttmann von ἕλκω, wahrscheinlich mit ἐλαύνω zusammenhangend), – 1) Rocken, Spinnrocken; Od. 1, 337 werden als ἔργα γυναικός genannt ἱστός u. ἠλακάτη, wie Il. 6, 491; vgl. Od. 4, 135 ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα; Eur. λίνον ἠλακάτᾳ δακτύλοις ἑλίσσει ν Or. 1431; ἐργάτιν εὐκλώστου νήματος ἠλακάτην Antip. Sid. 22 (VI, 174); mit ἄτρακτος verbunden, Archi. 11 (VI, 39) u. Sp.; aber ἀτράκτου ἠλακάτη ist die Stange der Spindel, Plat. Rep. X, 616 c. – 21 von anderen spindel- oder schaftartigen Dingen, die aus Rohr gemacht, bes. zum Drehen bestimmt sind, – a) die Spindel oder Spille, der oberste sich drehende Theil des Mastbaums, Ath. XI, 475 a; vgl. An. Rh. 1. 565. – b) eine Winde, schwere Netze heraufzuziehen, sonst ὄνος genannt, Schol. Thuc. 7, 25; übh. eine Maschine, die sich umdrehen läßt, Sp. – 3) im Allgemeinen Rohr, Stengel, Halm, auch einzelne Schüsse des Rohrs von einem Knotenzum andern, Theophr., u. ein aus Rohr gemachter Pfeil; Phot. lex. erkl. ἠλακάται, καλάμων ῥαβδία · ἀφ' ὧν καὶ τὰ κῶλα τῶν στα χύων.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλᾰκάτη: κᾰ, ἡ, Δωρ. ἠλακκάτᾱ Εὐ., ἀλακάτᾱ Θεόκρ.· (ἴδε ἐν λ. ἄρκυς): -ἠλακάτη, «ῥόκα», Λατ. colus, ἐφ᾿ ἧς τυλίσσεται τὸ ἔριον, Ὀδ. Δ. 135, πρβλ. Α. 357, Ἰλ. Z. 491, Εὐρ., κτλ.· ἡ ἠλ. τοῦ ἀτράκτου, ἡ ῥάβδος, τὸ στέλεχος τοῦ ἀτράκτου, Πλάτ. Πολ. 616C· πρὶν γηραιῇσι μιγήμεναι ἠλακάτῃσιν, πρὶν ἔλθῃ εἰς τὸ γῆρας, Συλλ. Ἐπιγρ. 6280B. 18. ΙΙ. ὡς τὸ ἄτρακτος, ἐπὶ πολλῶν πραγμάτων ἐχόντων τὸ σχῆμα τῆς ἠλακάτης, ὡς: 1) «καλαμοκάννι», τὸ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς γόνατος μέχρι τοῦ ἑτέρου μέρος τοῦ καλάμου, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 2, 1· δόναξ ῾Ησύχ.· πρβλ. πολυηλάκατος. 2) βέλος, ὡς τὸ ἄτρακτος, Ἡσύχ., πρβλ. χρυσηλάκατος. 3) τὸ ἀνώτατον μέρος τοῦ ἱστοῦ, ὅπερ ἦν πεποιημένον οὕτως ὥστε νὰ στρέφηται, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 565 (ἴδε Σχόλ.), Ἀθήν. 475A. 4) μηχανὴ δι᾿ ἧς ἀνεσύροντο ἐκ τῆς θαλλάσσης τὰ δίκτυα ἢ ἄλλα βάρη. ἀλλαχοῦ ὄνος, Σχόλ. Θουκ. 7. 25.·