ὑπονοέω

From LSJ
Revision as of 09:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπονοέω Medium diacritics: ὑπονοέω Low diacritics: υπονοέω Capitals: ΥΠΟΝΟΕΩ
Transliteration A: hyponoéō Transliteration B: hyponoeō Transliteration C: yponoeo Beta Code: u(ponoe/w

English (LSJ)

   A suspect, τι Hdt.9.88, E.IA1132; μηδὲν εἴς τινα Ar.Pl. 361; ὑ. αὐτῶν τὴν διάνοιαν Th.7.73; ψεῦδος Pl.Lg.679c; πονηρά Phld. Lib.p.61 O.: c. acc. pers. et inf., ὑπονοήσαντες τοὺς Σαμίους τὰ τῶν Ἑλλήνων φρονέειν Hdt.9.99; ὑ. εἶναί τι θεῖον (v.l. θεόν) Arist.Fr.10: so ὑ. ὅπως... ὅτι... X.Cyr.3.3.20, HG4.8.35; τῶν λεγόντων ὑπενοεῖτε... ὡς λέγουσι you felt suspicious of the speakers, thinking that... Th.1.68; ὑ. περί τινος And.3.35; ὑ. τὰ λεγόμενα watch my words captiously, Id.1.9, Antipho 6.18.    II surmise, conjecture, guess at, Ar.Eq.652, Lys.1234; τὰ τῶν θεῶν And.1.139: c. acc. et inf., ὑ. ὧδ' ἔχειν τι Cratin.Jun.10: abs., ἀλλ' ὑπονόησον σύ μοι Ar. Lys.38; ὑπονοοῦντες προαρπάζειν by conjecture, Pl.Grg.454c; οὐδεὶς οἶδε... ἀλλ' ὑπονοοῦμεν πάντες ἢ πιστεύομεν Men.261; ἐάσας ὑπονοεῖν εἰς τοὔνομα leaving us to guess at... Alex.267.6.    III simply, suppose, consider, τινὰ μακαρίως ἐζηκέναι Phld.Mort.36:—Pass., -νοούμενος ἅπαντα γινώσκειν Id.Piet.101.    IV Med. in signf. 1, ὅτι . . POxy.1680.14 (iii/iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 1227] (s. νοέω), 1) in Verdacht haben, argwöhnen, ὑπονοήσαντες τοὺς Σαμίους τὰ τῶν Ἑλλήνων φρονεῖν Her. 9, 99; – vermuthen, nach Vermuthung deuten, αὐτὰ ταῦτα ὑπονοέων 9, 88; ὑπονοεῖς, ἃ μή σε χρή Eur. I. A. 1132; Thuc. 6, 83 u. öfter; auch τῶν λεγόντων, ὡς λέγουσι 1, 68; τὰ λεγόμενα Antipho 6, 18; Andoc. 1, 8; περί τινος, neben δυσχεραίνω, 3, 35; Xen. Cyr. 3, 3,20; τὶ εἴς τινα, Ar. σὺ μηδὲν εἰς ἔμ' ὑπονόει τοιοῦτο, Plut. 361, einen Verdacht gegen ihn haben, Etwas von ihm vermuthen. – 2) allmälig bemerken, innewerden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπονοέω: ὑποπτεύω, ὑποψιάζομαι, τι Ἡρόδ. 9. 88, Εὐριπ. Ι. Α. 1132· τι ἔς τινα Ἀριστοφ. Πλ. 361 ὑπ. τὴν διάνοιάν τινος Θουκ. 7. 73· ψεῦδος Πλάτ. περὶ Νόμ. 679C· ― μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ὑπονοήσαντες τοὺς Σαμίους τὰ τῶν Ἑλλήνων φρονεῖν Ἡρόδ. 9. 99· ὑπ. εἶναί τι θεῖον Ἀριστ. Ἀποσπάσμ. 12· ― οὕτως, ὑπ. ὅπως..., ὅτι... Ξεν. Κύρου Παιδ. 3. 3, 20, Ἑλλ. 4. 8, 35· ἀλλὰ τῶν λεγόντων μᾶλλον ὑπενοεῖτε ὡς ἕνεκεν τῶν αὐτοῖς ἰδίᾳ διαφόρων λέγουσι, ὑπωπτεύετε τοὺς λέγοντας ὅτι ὡμίλουν ἕνεκα ἰδίων συμφερόντων, Θουκ. 1. 68· ὑπ. περί τινος Ἀνδοκ. 28. 4· ― μήτε ὑπονοεῖν τὰ λεγόμενα, μήτε ὑποπτεύειν αὐτά, ὁ αὐτ. 2. 23. ΙΙ. καθόλου ὑποπτεύω., σχηματίζω εἰκασίας, εἰκάζω περί τινος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σάφα εἰδέναι, ὑπ. τὰ λεγόμενα Ἀντιφῶν 143, 31, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 652, Λυσ. 1234· τὰ τῶν θεῶν Ἀνδοκ. 18. 15· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ψυχὴν ἔχεις; ― οὐκ οἶδ’, ὑπονοῶ δ’ ὧδ’ ἔχειν (δηλ. ψυχὴν) Κρατῖνος Νεώτ. ἐν «Ψευδυποβολιμαίῳ» 1· ― ἀπολ., ἄλλ’ ὑπονόησον σύ μοι Ἀριστοφ. Λυσί. 38· ὑπονοοῦντες προαρπάζειν, κατ’ εἰκασίαν, Πλάτ. Γοργ. 454C· οὐδεὶς οἶδε..., ἀλλ’ ὑπονοοῦμεν πάντες ἢ πιστεύομεν Μένανδρ. ἐν «Καρχηδονίῳ» 2· ἐάσας ὑπονοεῖν εἰς τοὔνομα, ἀφήσας ἡμᾶς νὰ εἰκάσωμεν..., Ἄλεξις ἐν Ἀδήλοις 35. 6. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 20.