λαιψηρός
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ά, όν,
A light, nimble, swift, λαιψηρά τε γοῦνα Il.22.204, al.; of persons, light-footed, swift, 21.264; λ. βελέεσσιν ib.278; ἀνέμων λ. κέλευθα 14.17; λ. δρόμος, πόδες, Pi.P.121, N.10.63, B.Scol.Oxy. Fr.4.9; γνάθοι E.Alc.494; πόλεμοι Pi.O.12.4: neut. pl. as Adv., swiftly, E.Ion717 (lyr.), Opp.H.1.237: regul. Adv. -ρῶς ib.5.660.
German (Pape)
[Seite 8] (vgl. αἰψηρός), 1) schnell, schnellfüßig, Ἀχιλλεύς, Il. 21, 264, ὅς οἱ ἐπῶρσε μένος λαιψηρά τε γοῦνα, 22, 204 u. öfter; auch λαιψηροῖς ὀλέεσθαι Ἀπόλλωνος βελέεσσι, 21, 278, u. ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα, 14, 17; δρόμος, Pind. P. 9, 125; πόλεμοι, Ol. 12, 4; πόδες, N. 10, 63, wie Eur. Hel. 555 u. öfter; adverbial, λαιψηρὰ πηδᾷ, Ion 717 u. sp. D., wie Ap. Rh. ἀνέμου λαιψηρὰ ἀέντος, 4, 246, u. öfter von Winden; λαιψηρότεροι φέβονται, Opp. Cyn. 4, 446. – 2) nach den VLL. soll es bei den Lacedämoniern ἡμίξηρος bedeutet haben.
Greek (Liddell-Scott)
λαιψηρός: -ά, -όν, ἐλαφρός, κοῦφος, ταχύς, εὐκίνητος, λαιψηρά τε γοῦνα Ἰλ. Χ. 204, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, ἔχων κοῦφον τὸν πόδα, εὐκίνητος, ὠκύς, Φ. 264· οὕτω, λαιψηροῖς βελέεσσι Φ. 278· ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα Ξ. 17· λ. δρόμος, πόδες Πινδ. Π. 9. 215, Ν. 10. 118· γνάθοι Εὐρ. Ἄλκ. 494· πόλεμοι Πινδ. Ο. 12. 5· ― οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ὁρμητικῶς, ταχέως, Εὐρ. Ἴων 717. (Ποιητ. λέξ., ἀναμφιβόλως = αἰψηρός, ἐκ τοῦ αἶψα, πρβλ. Λλ. ΙΙ. 2).