ἀποκαλέω

From LSJ
Revision as of 10:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκᾰλέω Medium diacritics: ἀποκαλέω Low diacritics: αποκαλέω Capitals: ΑΠΟΚΑΛΕΩ
Transliteration A: apokaléō Transliteration B: apokaleō Transliteration C: apokaleo Beta Code: a)pokale/w

English (LSJ)

   A recall, esp. from exile, Hdt.3.53, X.Cyr.1.4.25.    2 call away or aside, Id.An.7.3.35.    II call by a name, esp. by way of disparagement, stigmatize as .., τὸν τοῦ μανέντος . . ξύναιμον ἀποκαλοῦντες S.Aj.727; ὀλιγαρχικοὺς καὶ μισοδήμους ἀ. And.4.16; ὡς ἐν ὀνείδει ἀ. μηχανοποιόν Pl. Grg.512c; ἀργόν, σοφιστὴν ἀ. τινά, X. Mem.1.2.57, 1.6.13; οὓς νῦν ὑβρίζει καὶ πτωχοὺς ἀ. D.21.211; ὡς ἐν αἰσχρῷ φιλαύτους ἀ. Arist.EN1168a30; παράσιτον ἀ. Timocl.19; χαριεντισμὸν ἀ. call it a sorry jest, Pl.Tht.168d; sts. without any bad sense, τοὺς χαλεπαίνοντας ἀνδρώδεις ἀ. Arist.EN1109b18, cf. X.Eq. 10.17, Plu.2.776e.

German (Pape)

[Seite 305] (s. καλέω), 1) ab-, zurückrufen, Xen. Cyr. 1, 4, 25. 4, 5, 24; bei Seite rufen, An. 7, 3, 35. – 2) verbieten, Ar. Av. 1263, richtiger ἀποκεκλῄκαμεν, exclusimus. – 3) benennen, Plat. Theaet. 168 d; im üblen Sinne, Soph. Ai. 714; ὡς ἐν ὀνείδει μηχανοποιόν Plat. Gorg. 512 c; vgl. Xen. Mem. 1, 2, 57 Hell. 2, 3, 47; ἀποκαλεῖν τινα ὄνομά τι Mem. 2, 2, 1; προδότην Pol. 17, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκᾰλέω: μέλλ. -έσω, ἀνακαλῶ, καλῶ ὀπίσω, κυρίως ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἡρόδ. 3. 53, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 25. 2) καλῶ εἰς ἰδιαίτερον μέρος, κατ’ ἰδίαν, τοὺς στρατηγοὺς ἀποκαλέσας ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 3, 35. ΙΙ. καλῶ ὀνομαστί, ἰδίως ἐπὶ ὀνειδισμοῦ, στιγματίζω ὡς..., τὸν τοῦ μανέντος... ξύναιμον ἀποκαλοῦντες Σοφ. Αἴ. 727· ὀλιγαρχικοὺς καὶ μισοδήμους ἀπ. Ἀνδοκ. 31. 10· ὡς ἐν ὀνείδει ἀποκ. μηχανοποιὸν Πλάτ. Γοργ. 512C· ἀργόν, σοφιστὴν ἀποκ. τινὰ Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 57 καὶ 6. 13· οὓς νῦν ὑβρίζει καὶ πτωχοὺς ἀποκαλεῖ Δημ. 282. 12· ὡς ἐν αἰσχρῷ φιλαύτους ἀπ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 8, 1· παράσιτον ἀποκαλῶν (ἐνν. τινὰ) Τιμοκλ. ἐν «Κενταύρῳ» 1· χαριεντισμόν τινα ἀποκαλῶν, σκωπτικῶς ὀνομάζων ἀνεπιτυχῆ τινα ἀστεϊσμόν, Πλάτ. Θεαίτ. 168D· ἐνίοτε ὅμως ἄνευ οἱασδήποτε κακῆς σημασίας, ὁτὲ δὲ τοὺς χαλεπαίνοντας ἀνδρώδεις ἀποκαλοῦντες Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 9, 7, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 10. 17.