μεταχωρέω
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
A go to another place, remove, τόπων μετά ποι χωρεῖτ' ἐκ τῶνδε A.Pr.1060 (anap.); μ. εἰς [χώραν] X.HG3.4.26; τὸ ᾠὸν μ. κάτω Arist. GA754b29; of the foetus in the womb, change its place, Hp. Septim.4; of birds of passage, migrate, ἐς τὴν Λιβύην Ar.Av.710; of men, emigrate, Th.2.72; withdraw from a conference, ἐκ τῶν λόγων Id.5.112; go over to another party, Plu.Demetr.29; μ. εἰς τἀναντία, of syllables, D.H.Comp.11; change, εἰς φύσιν τινός Ael.NA9.43.
German (Pape)
[Seite 157] weg- u. wo anders hingehen; τόπων μετά που χωρεῖτ' ἐκ τῶνδε θοῶς, Aesch. Prom. 1062; ἐς τὴν Λιβύην, Ar. Av. 710; Thuc. 5, 112 u. Folgde; übergehen zu einer andern Partei, Plut. Demetr. 29 u. Sp.; auch μ. εἰς ὀστράκου φύσιν, Ael. N. A. 9, 43.
Greek (Liddell-Scott)
μεταχωρέω: ἀπέρχομαι εἰς ἄλλον τόπον, μεταβάλλω τόπον, μετοικῶ, ἀπέρχομαι, ἀποσύρομαι, τόπων μετά που χωρεῖτ’ ἐκ τῶνδε Αἰσχύλ. Πρ. 1060· μ. εἰς τόπον Ξεν. Ἀν. 3. 4, 26· τὸ ᾠὸν μ. κάτω Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 3, 9· ἐπὶ τῶν ἀποδημητικῶν πτηνῶν, ἀπέρχομαι, ἐς τὴν Λιβύην Ἀριστοφ. Ὄρν. 710· ἐπὶ ἀνθρώπων, μετοικῶ, μεταναστεύω, Θουκ. 2. 72· ὡσαύτως, ἀποσύρομαι ἐκ συνεδρίας, ἀπέρχομαι, ἀπομακρύνομαι, ὁ αὐτ. 5. 112· μεταβαίνω εἰς ἑτέραν πολιτικὴν μερίδα, Πλουτ. Δημήτρ. 29· μ. εἰς τἀναντία Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11· μεταβάλλομαι, εἰς φύσιν τινὸς Αἰλ. π. Ζ. 9. 43.