ἀποσκήπτω

From LSJ
Revision as of 10:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκήπτω Medium diacritics: ἀποσκήπτω Low diacritics: αποσκήπτω Capitals: ΑΠΟΣΚΗΠΤΩ
Transliteration A: aposkḗptō Transliteration B: aposkēptō Transliteration C: aposkipto Beta Code: a)poskh/ptw

English (LSJ)

   A hurl from above, ἐς οἰκήματα τὰ μέγιστα . . ἀποδκήπτει βέλεα (sc. ὁ θεόσ Hdt.7.10.έ: metaph., ἀ. τὴν ὀργὴν εἴς τινα discharge one's rage upon one, D.H.6.55, cf. J.AJ13.1.5; φθορὰν εἰς τὴν πόλιν ib.6.1.1; ἀ. τιμωρίαν D.S.1.70.    II intr., fall suddenly, ὀργαὶ δ' ἔς σ' ἀπέσκηψαν θεᾶς her wrath fell upon thee, E.Hipp.438; μὴ οὖν εἰς ἁθρόους ἀλλ' εἰς ἕνα ἀποσκήψατε Aeschin.1.182; ἀ. τὸ ὕδωρ εἰς τοὺς ὀφθαλμούς Arist.Mir.846a2; αἱ πληγαὶ τῶν ξιφῶν εἰς τὰς χεῖρας Plu. Pomp.19; ἡ δίκη ἀ. ἐς ὀφθαλμοὺς καὶ ἐς χεῖρας Philostr. VA1.6; ἀποσκήψαντος τοῦ ἐνυπνίου ἐς φλαῦρον come to a sorry ending, Hdt.1.120; ποῖ ταυ-τα ἀποσκήψει; Cic.Att.12.5.1; εἰς μέγα τι κακόν, ἐς ὄλεθρον ἀ., D.H.7.15, Alciphr.1.37.    2 Medic., of humours, determine, εἴς τινα τῶν ἀκυροτέρων μορίων Gal.15.783, cf. 17(1).54; ἐς τὸ πᾶν Aret. SD1.12.

German (Pape)

[Seite 324] auf etwas stützen, mit Gewalt daraufschlagen, schleudern, βέλεα ἔς τι, vom Blitz, Her. 7, 10, 5; übertr., ὀργὴν εἴς τινα Dion. Hal. 6, 55; τιμωρίαν D. Sic. 1, 70. 13, 102. – Häufiger intr., fallen, αἱ πληγαὶ τῶν ξιφῶν εἰς τὰς χεῖρας Plut. Pomp. 19; übertr., αἱ ὀργαὶ ἔς σ' ἀπέσκηψαν Eur. Hipp. 438; ausschlagen, ausfallen, ἀποσκήψαντος τοῦ ἐνυπνίου ἐς φαῦλον Her. 1, 120, wo es nachher ἐς ἀσθενὲς ἔρχεται heißt; εἰς τὴν τῶν ἐχθρῶν βλάβην, sich darauf legen, Pol. 9, 9, 4, u. öfter bei D. Hal., z. B. τελευτῶσα εἰς χεῖρας ἀπέσκηψεν ἡ ἔρις 9, 48. Bei den Aerzten von Krankheiten, sich auf eineneinzelnen Theil werfen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκήπτω: μέλλ. -ψω, ῥίπτω, ἐξακοντίζω, ἄνωθεν, ἐς οἰκήματα τὰ μέγιστα… ἀποσκήπτει τὰ βέλεα (ἐνν. ὁ Θεός) Ἡρόδ. 7. 10, 5· μεταφ., ἀπ. τὴν ὀργὴν εἴς τινα, ἐκκενῶ τὴν ὀργήν μου ἐναντίον τινός, Διον Ἁλ. 6. 55· ἀπ. τιμωρίαν Διόδ. 1. 70. ΙΙ. ἀμεταβ. πίπτω αἰφνιδίως, ἐνσκήπτω, ὡς π.χ. κεραυνός, λοιμός, μανία, κτλ.· ὀργαὶ δ’ ἔς σ’ ἀπεσκηψαν θεᾶς, ἔπεσον ἐπάνω σου, Εὐρ. Ἱππ. 438· εἰς ἕνα ἀπ. Αἰσχίν. 27. 20· ἀπ. τὸ ὕδωρ εἰς τοὺς ὀφαλμοὺς Ἀριστ. π. Θαυμ. 152· αἱ πληγαὶ τῶν ξιφῶν εἰς χεῖρας Πλουτ. Πομπ. 19· ὡσαύτως, ἀπ. φλαῦρον, ἀπολήγω εἰς ἄθλιον τέλος, καταλήγω εἰς μηδέν, Ἡρόδ. 1. 120· εἰς μέγα τι κακὸν ἀπ. Διον. Ἁλ. 7. 15· ἀπ. ἐς ὄλεθρον Ἀλκίφρ. 1. 37. 2) παρ’ ἰατρ. ἐπὶ τῶν χυμῶν τοῦ σώματος, ἀπ. εἴς τι, καταλήγω ἰδιαιτέρως εἴς τι μέρος.