χρόμις
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
ιος, ὁ (ἡ in Ael.NA9.7), a sea-
A fish like σκίαινα, perh. Umbrina cirrhosa, Anan.5.1 (χρόμιος), Epich.58 (χρόμιος or -ίας codd.Ath.), Arist.HA534a9 (v.l. χρέμις), Numen. ap. Ath.7.295b; cf. χρέμυς.
German (Pape)
[Seite 1377] ὁ, ein Meerfisch, weil er einen knarrenden Laut von sich gegeben haben soll (vgl. die Vorigen und χρέμω); Numen. u. Archestr. bei Ath. VII, 328 a; Arist. H. A. 4, 8.
Greek (Liddell-Scott)
χρόμις: -ιος, ὁ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, ἴσως = χρέμψ, Ἀνάνιος 1, Ἐπίχαρμ. 29 Ahr., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 18˙ ἀλλ’ ὑπάρχουσι πολλαὶ διάφ. γραφαί.