κουφίζω
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
Att. fut. -
A ῐῶ S.Aj.1287: pf. κεκούφικα OGI90.12 (Rosetta, ii B. C.): I to be light, κουφίζουσαν ἄρουραν Hes.Op.463, cf. E.Hel.1555; of a sufferer, to be relieved, κουφίζειν δοκῶ S.Ph. 735, cf. Hp.Aph.2.27. II trans., lighten, make light, τὸ κενὸν ἐμπεριλαμβανόμενον κ. τὰ σώματα Arist.Cael.309a6:—Pass., Id.PA 663b13: hence, 1 lift up, raise, S.Ant.43, Tr.1025 (lyr.); αἴρων κουφιῶ σ' ἐγώ Ar.Av.1762 (lyr.); ἀσπίδ' ἀμφὶ βραχίονι κουφίζων E. Ph.121 (lyr.); ἅλμα κουφιεῖν make a light leap, S.Aj.l.c.; κ. πήδημα E.El.861 (lyr.); δύστηνον αἰώρημα κουφίζω, = δύστηνος αἰωροῦμαι, Id.Supp.1047:—Pass., to be lifted up, soar, [τῷ πτερῷ] ᾧ ψυχὴ κουφίζεται Pl.Phdr.248c, cf. 249a; σώματα -όμενα ὑπὸ τοῦ κύματος Jul.Or.1.27c. 2 lighten of a load, ὄχλου πλήθους τε κ. χθόνα lighten earth of a multitude, E.Hel.40; κουφισθεὶς τοῦ βάρους Thphr. HP4.16.2: abs., lighten ships of their cargo, τῷ ταχυναυτοῦντι κουφίσαντες προσβάλλειν Th.6.34; κουφισθεισῶν τῶν νεῶν Plb.20.5.11, cf. 1.60.8. b of persons, relieve from burdens, X.Mem.2.7.1, Cyr.6.3.24; τὸν δῆμον τῶν εἰσφορῶν D.S.13.64, cf. IG12(7).506.16 (Amorgos, iii B. C.); τόκων τοὺς χρεωφειλέτας Plu.Caes.37; relieve (contractors), Plb.6.17.5; τῆς ὑπερηφανίας Phld.Vit.p.16 J.; κ. τοὺς νοσοῦντας Plu.2.1106c:—Pass., to be relieved, ὅταν σῶμα κουφισθῇ νόσου from... E.Or.43; τοῦ πάθους Arist.Pr.873b22; λέξασα κουφισθήσομαι ψυχήν E.Med.473: fut. Med. κουφιεῖσθαι in pass. sense, Aristid.2.145 J.: metaph., τῇ τῶνδε εὐκλείᾳ κουφίζεσθε feel your burdens lightened by... Th.2.44; κουφίζονται οἱ λυπούμενοι Arist. EN1171a29, cf. Pol.1342a14; ἐλπίδι κ. ματαίᾳ Ael.NA11.33. 3 c. acc. rei, lighten, assuage, ἀλγηδόνας E.Fr.573; συμφορὰς λόγῳ κ. D.60.35; κ. ἔρωτα Theoc.23.9; τὸ πάθος Plu.Alex.52; τὰ ὀφλήματα Id.2.807d: abs., give or procure relief, κ. οὐδέν, ἀλλά . . Hp. Epid.1.7, cf. Arist.GA725b9:—Pass., νομίζοντες κεκουφίσθαι τὸν πόλεμον αὐτοῖς Plb.1.17.2. b cancel a debt, POxy.126.8 (vi A. D.), etc.:—Med., PMasp.95.10 (vi A. D.). 4 ἑαυτοὺς κ. cheapen themselves, dub. in Epicur.Nat.112 G. 5 subtract, ἀπὸ τῶν μοιρῶν Heph.Astr.2.1.
Greek (Liddell-Scott)
κουφίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ˙ (κοῦφος)˙ ― ἀμεταβ., εἶμαι κοῦφος, ἐλαφρός, νειὸν δὲ σπείρειν ἔτι κουφίζουσαν ἄρουραν, «σπεῖρε δὲ τὴν νεαθεῖσαν γῆν ἔτι κούφην οὖσαν καὶ μὴ συμπιληθεῖσαν καὶ στερεωθεῖσαν, ἀλλὰ σπογγώδη» (Σχόλ. Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 461, Εὐρ. Ἑλ. 1555˙ ἐπὶ πόνου, ἀνακουφίζομαι, πραΰνομαι, Σοφ. Φ. 735, πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1245. ΙΙ. μεταβ., ἐλαφρύνω, κάμνω τι ἐλαφρόν, τὸ κενὸν ἐμπεριλαμβανόμενον κ. τὰ σώματα Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 2, 8, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 2, 13˙ ― ἐντεῦθεν, Ι) ἐγείρω, ἀνυψῶ, Σοφ. Ἀντ. 43, Τρ. 1024˙ ἀσπίδ’ ἀμφὶ βραχίονα κουφίζων Εὐρ. Φοίν. 120˙ ― ἅλμα κουφιεῖν = ἅλμα κοῦφον ἁλεῖσθαι, Σοφ. Αἴ. 1287˙ κ. πήδημα Εὐρ. Ἠλ. 861˙ δύστηνον αἰώρημα κουφίζω = δύστηνος αἰωροῦμαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 1047, πρβλ. κοῦφος Ι. 1. ― Παθ., ἀνυψοῦμαι, πέτομαι, τῷ πτερῷ ἡ ψυχὴ κουφίζεται Πλάτ. Φαῖδρ. 248C, πρβλ. 249Α. 2) ἐλαφρύνω ἀπὸ βάρους, ὄχλου κ. χθόνα, ἐλαφρύνω τὴν γῆν ἀπὸ τοῦ ὄχλου, Εὐρ. Ἑλ. 40˙ κουφισθεὶς τοῦ βάρους Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 16, 2˙ ἀπολ., ἐλαφρύνω πλοῖα τοῦ φορτίου αὐτῶν, τῷ ταχυναυτοῦντι κουφίσαντες προσβάλλειν Θουκ. 6. 34˙ κουφισθεισῶν τῶν νεῶν Πολύβ. 20. 5, 11, πρβλ. 1. 60, 8˙ οὕτω καὶ β) ἐπὶ προσώπων, ἀνακουφίζω τινὰ ἐκ στενοχωρίας τινός, ἴσως γὰρ ἂν τί σε καὶ ἡμεῖς κουφίσαιμεν Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 1, Κύρ. 6. 3, 24˙ τὸν δῆμον τῶν εἰσφορῶν Διόδ. 13. 64˙ τόκων τοὺς χρεωφειλέτας Πλουτ. Καῖσ. 37˙ ἀνακουφίζω, ἐλαφρύνω (τῆς ἐργωνίας), Πολύβ. 6. 17, 5˙ κ. τοὺς νοσοῦντας Πλούτ. 2. 1106Β. ― Παθ., ἀνακουφίζομαι, ἐλαφρύνομαι, νόσου, ἀπὸ.., Εὐρ. Ὀρ. 43˙ τοῦ πάθους, τῆς ὀδύνης, κτλ.˙ συχν. παρ’ Ἱππ., κτλ., κουφισθήσομαι ψυχὴν Εὐρ. Μήδ. 473˙ μέσ. μέλλ. κουφιεῖσθαι μετὰ παθ. σημ., Ἀριστείδ. 2. 145˙ μεταφ., τῇ τῶνδε εὐκλείᾳ κουφίζεσθε, αἰσθάνεσθε ὅτι τὰ βάρη σας ἐλαφρύνονται διὰ…, Θουκ. 2. 44˙ κουφίζονται οἱ λυπούμενοι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 2, πρβλ. Πολιτικ. 8. 7, 5. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ. ἐλαφρύνω, καταπραΰνω, ἀλγηδόνας Εὐρ. Ἀποσπ. 577˙ συμφορὰς λόγῳ κ. Δημ. 1400. 7˙ κ. ἔρωτα Θεόκρ. 23. 9˙ τὸ πάθος Πλουτ. Ἀλέξ. 52˙ τὰ ὀφλήματα ὁ αὐτ. 2. 807D˙ ἀπολ. παρέχω ἀνακούφισιν, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 945, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 52. ― Παθ., κεκούφισται αὐτοῖς ὁ πόλεμος Πολύβ. 1. 17, 2.