χάος
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
[ᾰ], εος, Att. ους, τό,
A chaos, the first state of the universe, πρώτιστα χ. γένετ', αὐτὰρ ἔπειτα Γαῖ' εὐρύστερνος κτλ. Hes.Th.116, cf. Ibyc.28, Epich.170.3, Acus.Fr.5J., Arist.Metaph.1091b6, Ar.Av. 693 (anap.); χάους . . παῖς καλεῦμαι Simm.Alae7; represented sts. as infinite space, S.E.P.3.121, cf. Plot.6.8.11; sts. as unformed matter, Luc.Am.32 (esp., acc. to the Stoics, water, Zeno Stoic.1.29 (with deriv. fr. χέω)). 2 space, the expanse of air, ἄτρυτον χ. B.5.27, cf. Ar.Nu.424 (anap.), 627, Av.1218. b τὸ χ. τοῦ ἐφ' ἑκάτερα ἀπείρου αἰῶνος, of infinite time, M.Ant.4.3. 3 the nether abyss, infinite darkness, joined with Ἔρεβος, Pl.Ax.371e; with ὄρφνη, Q.S. 2.614; represented as in the interior of the globe, Plu.2.953a; χάους κύνα, of Cerberus, APl.4.91. b generally, darkness, A.R.4.1697. 4 any vast gulf or chasm, LXX Mi.1.6, Za.14.4; of a pit, Opp.C.4.92; of the gaping jaws of the crocodile, ib.3.414, cf. 4.161, H.5.52. 5 Pythag. name for one, Theol.Ar.6.
German (Pape)
[Seite 1335] τό (χάω, χαίνω), der leere, unermeßliche Raum; persönlich gefaßt von Hes. Th. 116; die rohe, verworrene Masse, aus der das Weltall geschaffen wurde, Plat. Conv. 178 b; Ar. öfter. – Später auch die unermeßliche Zeit, M. Ant. 4, 3. – Dah. a) jeder leere, weite Raum, jede Kluft, wie χάσμα, εὐρύ Opp. Cyn. 3, 414. – b) der Luftraum, die Atmosphäre, Stesichor. – c) die Finsterniß, Qu. Sm. 2, 614, neben ὄρφνη.
Greek (Liddell-Scott)
χάος: -εος, Ἀττ. -ους, τό, ἡ πρώτη τοῦ κόσμου κατάστασις, πρώτιστα χ. γένετ’, αὐτὰρ ἔπειτα Γαῖ’ εὐρύστερνος Ἡσ. Θ. 116 Ἡσίοδος πρῶτον .. χ. φησὶ γενέσθαι Πλάτ. Συμπ. 178Β, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 4. 1, 6· εἰσήχθη δὲ καὶ εἰς κωμικήν τινα Θεογονίαν ὑπὸ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 693 κἑξ., πρβλ. Meineke Com. Hist. p. 318. - Παρὰ μεταγεν. φιλοσόφοις τὸ χάος ἄλλοτε μὲν σημαίνει τὸ ἄπειρον διάστημα, τὴν ἄπειρον ἔκτασιν, τὸ ἄπειρον, πρβλ. τὸ τοῦ Μίλτωνος void and formless Infinite, Ἀριστ. Φυσ. 4. 1, 7, Σεξτ. Ἐμπ. Π. 3. 121· ἄλλοτε δὲ τὴν ἄμορφον ὕλην, rudis indigestaque moles, ἐξ ἧς ἐδημιουργήθη τὸ σύμπαν, τὸ τοῦ Μίλτωνος matter unformed and void, Λουκ. Ἔρ. 32· (καὶ μάλιστα κατὰ τοὺς Στωϊκούς, τὸ ὕδωρ, Σχόλ. εἰς Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 955Ε). - Ἡ προτέρα σημασία ὑπῆρξεν ἡ ἐπικρατεστέρα, ὅθεν χάος κατήντησε νὰ σημαίνῃ, 2) τὸν περὶ ἡμᾶς χῶρον, τὴν ἔκτασιν τοῦ ἀέρος, τὴν ἀτμόσφαιραν, Ἴβυκ. 26, Ἀριστοφ. Νεφ. 424, 627, Ὄρν. 192· δι’ αἴθρας χάους τε Ἀνθ. Παλατ. 15· 24· - ὡσαύτως, τὸ χ. τοῦ αἰῶνος, ἐπὶ τοῦ ἀπείρου χρόνου, Μ. Ἀντωνῖν. 4. 3. 3) τὴν ὑποχθόνιον ἄβυσσον, τὸ ἄπειρον σκότος, συνημμένον μετὰ τῆς λ. Ἔριβος, Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Ε· μετὰ τῆς λ. ὄρφνη, Κόϊντ. Σμυρν. 2. 614· παρίσταται δὲ ὡς κείμενον ἐν τοῖς ἐγκάτοις τῆς γῆς, τὰ δ’ ἐντὸς (δηλ. τῆς γῆς) ὄρφνη καὶ χάος καὶ ᾄδης ὀνομάζεται Πλούτ. 2. 953Α· χάους κύνα, τὸν Κέρβερον, Ἀνθ. Παλατ. 91· - καθόλου, σκότος, Ἀπολλ. Ῥόδ. Δ. 1697. 4) πᾶν μέγα καὶ ἀχανὲς χάσμα, Ἑβδ. (Μιχ. Α΄. 6, Ζαχ. ΙΔ΄, 4)· ἐπὶ τάφου, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 92· περὶ τῶν χαινουσῶν σιαγόνων τοῦ κροκοδείλου, αὐτόθι 3. 414, πρβλ. 4. 161, Ἀλ. 5. 52. (Οἱ ἑπόμενοι τοῖς Στωικοῖς παρῆγον τὴν λέξιν ἐκ τοῦ χέω, ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ὑγρός, Πλούτ. ἔνθ. ἀνωτ. Ἀλλ’ ἡ ἔννοια ὑποδεικνύει √ΧΑ, χάσκω, χανεῖν, χαίνουσα ἄβυσσος, χαῖνον χάσμα).