ἐλεεινός

From LSJ
Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλεεινός Medium diacritics: ἐλεεινός Low diacritics: ελεεινός Capitals: ΕΛΕΕΙΝΟΣ
Transliteration A: eleeinós Transliteration B: eleeinos Transliteration C: eleeinos Beta Code: e)leeino/s

English (LSJ)

ή, όν, ἐλεινός h.Cer.284, Att. (Eup.25) and Trag. (v. infr.), but ἐλεεινός Men.Sam.156 Pap.: written ἐλεηνός in LXXDa.9.23, 10.11: (ἔλεος):—

   A finding pity, pitied, δός μ' ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ' ἐλεεινόν Il.24.309; moving pity, piteous, 23.110, etc.; ἐλεινὸς εἰσορᾶν piteous to behold, A.Pr.248; ἐλεινὸν ὁρᾷς thou lookest piteous, S.Ph. 1130 (lyr.); ἐσθῆτ' ἐλεινήν Ar.Ach.413; ἵν' ἐλεινοὶ τοῖς ἀνθρώποις φαίνοιντ' εἶναι Id.Ra.1063; ἐλεινοὶ οἱ ἀδικοῦντες Lys.24.7; ποιῶν ἑαυτὸν ὡς ἐλεινότατον D.21.186; -ότερος ἀνθρώποις τε καὶ θεοῖς Pl.Lg.729e.    b having received mercy, LXX ll.cc.    2 showing pity, ἐ. δάκρυον a tear of pity, Od.8.531, 16.219, Men.l.c.; οὐδὲν ἐλεινόν no feeling of pity, Pl.Phd.59a, cf. R.606b.    II Adv. ἐλεεινῶς, Att. ἐλεινῶς, pitiably, S.Ph.870, Ar.Th.1063; ἐλεινῶς διακεῖσθαι D.19.81: neut. pl. ἐλεεινά as Adv., Il.2.314.

German (Pape)

[Seite 794] mitleidswerth, bejammernswürdig; δός μ' ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ' ἐλεεινόν Il. 24, 309, als Einer der Mitleid findet; übh. unglücklich, Hom. u. Folgde; Plat. Legg. V, 729 b; Lys. 24, 7; καὶ ἄθλιος Plat. Gorg. 469 a; auch von Sachen, θέα Rep. X, 620 a; ἐλεεινόν τι λέγειν Ion 535 c; δράματα Apol. 35 b; – ἐλεεινὸν ὑπ' ὀφρύσι δάκρυον εἶβεν, Od. 8, 531. 16, 219; – activ., mitleidig, ὦ τόξον, ἦ που ἐλεεινὸν ὁρᾷς Soph. Phil. 1115; auch bei Plat. (der nach B. A. 92 κατὰ ἐλεητικοῦ τὸν ἐλεεινὸν τέθεικε) ist τὸ ἐλεεινόν das Mitleid, Rep. X, 606 b; οὐδὲν πάνυ μοι ἐλεεινὸν εἰσῄει Phaed. 59 a. – Ἐλεεινά, adv., Il. 2, 314 u. Sp.; ἐλεεινῶς, Dem. Vgl. ἐλεινός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεεινός: -ή, -όν, καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς ἐλεινὸς (Πόρσων ἐν Προοιμ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. VIII), οὕτω δὲ καὶ ἐν Ὕμνῳ Ὁμ. εἰς Δημ. 285: (ἔλεος): - ὁ εὑρίσκων ἔλεος, ἄξιος ἐλέους, δός μ’ ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ’ ἐλεεινὸν Ἰλ. Ω. 309: - ὁ κινῶν εἰς οἶκτον, ἀξιολύπητος, ἐλεεινός, Ὅμ. κλ.· καὶ μὴν φίλοις (γ΄) ἐλεινὸς εἰσορᾶν ἐγώ, εἶμαι ἄξιον ἐλέου θέαμα, Αἰσχύλ. Πρ. 246· ἐλεινὸν ὁρᾷς, βλέπεις μὲ τεθλιμμένον ὄμμα, Σοφ. Φ. 1130· ἐσθῆτ’ ἐλεινὴν Ἀριστοφ. Ἀχ. 413· ἵν’ ἐλεινοὶ τοῖς ἀνθρώποις φαίνοιντ’ εἶναι ὁ αὐτ. Βάτρ. 1063· ἐλεεινοί εἰσι Λυσίας 178. 41· ποιῶν ἑαυτὸν ὡς ἐλεεινότατον Δημ. 574. 25· ἐλεεινότερος ἀνθρώποις καὶ θεοῖς, ἄξιος πλείονος ἐλέου καὶ ἀνθρώποις καὶ θεοῖς, Πλάτ. Νόμ. 729Ε. 2) θλιβερός, λυπηρός, ὡς Ὀδυσσεὺς ἐλεεινὸν ὑπ’ ὀφρύσι δάκρυον εἶβεν, θλιβερὸν δάκρυον, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «ἐλεεινῶς, οἰκτρῶς» ἐδάκρυεν, Ὀδ. Θ. 531, Π. 219· οὐδὲν ἐλεεινόν, οὐδὲν αἴσθημα ἐλέου ἢ οἴκτου, Πλάτ. Φαίδων 59Α, πρβλ. Πολ. 606Β. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐλεεινῶς, παρὰ δὲ τοῖς Ἀττικ. ποιηταῖς ἐλεινῶς, Σοφ. Φ. 870, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1063· ἐλεεινῶς διακεῖσθαι Δημ. 366. 23· οὐδ. πληθ. ἐλεεινά, ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Β. 314.