ἀγνωμοσύνη
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ἡ,
A want of acquaintance with a thing, Pl.Tht.199d. 2 want of sense, folly, Thgn.896, Democr.175; senseless pride, arrogance, Hdt.2.172, E.Ba.885 (lyr.); πρὸς ἀ. τραπέσθαι Hdt.4.93; ἀγνωμοσύνῃ χρᾶσθαι Id.5.83; ὑπ' ἀγνωμοσύνης Id.9.3. 3 want of feeling, unkindness, D.18.252; θεῶν ἀ. S.Tr.1266(dub.); ἀ. τύχης, Lat. iniquitas fortunae, D.18.207. 4 in pl., misunderstandings, X.An.2.5.6.
German (Pape)
[Seite 18] ἡ, Unverstand: a) Unwissenheit, Plat. Theaet. 199 d, der ἐπιστήμη entgegengesetzt. – b) unüberlegtes Handeln, Her. 2, 172; entgegensteht σοφίη 4, 93 (wie Xen. Mem. 3, 9, 5); πρὸς ἀγ, τραπόμενοι, unverständigen Widerstand leisten, 6, 10; Härte ist es Soph. Tr. 1256; wie τύχης ἀγ. Dem. 18, 207. – Schlechtigkeit bei den Rednern und Sp., z. B. Dem. ἀγν. καὶ βασκανία 18, 252; Unverschämtheit, Luc. Merc. cond. 26. Im plur. Mißverständnisse, Xen. An. 2, 5, 6; aber bei Plut. Pericl. 2 = Fehler.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγνωμοσύνη: ἡ, ἔλλειψις γνώσεως, ἀμαθία, Πλάτ. Θεαίτ. 199D. 2) ἔλλειψις φρονήσεως, ἀπερισκεψία, ἄνοια, Θέογν. 896· ἀνόητος ὑπερηφανία, ὑπεροψία, ἰσχυρογνωμοσύνη, Ἡρόδ. 2. 172, Εὐρ. Βάκχ. 885 (λυρ.)· πρὸς ἀγν. τραπέσθαι, Ἡρόδ. 4. 93· ἀγνωμοσύνῃ χρησάμενοι, ὁ αὐτ. 5, 83· ὑπ’ ἀγνωμοσύνης, ὁ αὐτ. 9. 3. 3) ἔλλειψις ἀγαθῶν αἰσθημάτων, ἀναισθησία, ἀνεπιείκεια, χαλεπότης, Σοφ. Τρ. 1266 (γραφὴ ὕποπτος) Δημ. 311. 7· ἀγν. τύχης, (Λατ. iniquitas tortunæ), ὁ αὐτ. 297. 7. 4) κατὰ πληθ., παρανόησις, Ξεν. Ἀν. 2. 5. 6.