τετράδυμος
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A fourfold, Opp.C.2.181; τ. τίκτειν to bear four at a birth, Str.15.1.22. (Cf. δίδυμος, τρίδυμος, ἑπτάδυμος.)
German (Pape)
[Seite 1097] vierfaltig, vierfach, nach δίδυμος gebildet, Opp. Cyn. 2, 181.
Greek (Liddell-Scott)
τετράδῠμος: [ᾰ], -ον, τετραπλοῦς, Ὀππ. Κυν. 2. 181· τ. τίκτειν, τίκτειν τέσσαρα ὁμοῦ, Στράβ. 695. (-δυμος εἶναι φανερῶς ἐπιθετικὴ ἀριθμητικὴ κατάληξις, πρβλ. δίδυμος, τρίδυμος, ἑπτάδυμος, ὡσαύτως ἀμφίδυμος).