διασκαριφάομαι

From LSJ
Revision as of 11:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκᾰρῑφάομαι Medium diacritics: διασκαριφάομαι Low diacritics: διασκαριφάομαι Capitals: ΔΙΑΣΚΑΡΙΦΑΟΜΑΙ
Transliteration A: diaskaripháomai Transliteration B: diaskariphaomai Transliteration C: diaskarifaomai Beta Code: diaskarifa/omai

English (LSJ)

   A sketch in outline: hence, slur over, τὰς εὐτυχίας . . διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν Isoc.7.12.    II Act., scratch the ground, of birds, Hsch.

German (Pape)

[Seite 602] dep. med., aufscharren, E. M. τοῖς ὄνυξι σκαλεύειν τὴν γῆν. Dah. = zerstören, auflösen, καὶ διελύσαμεν τὰς εὐτυχίας Isocr. 7, 12.

Greek (Liddell-Scott)

διασκᾰρῑφάομαι: ἀποθ., ἐν περιλήψει περιγράφωδιαγράφω, «τὸ ἐπισεσυρμένως τι ποιεῖν καὶ μὴ μετὰ τῆς προσηκούσης ἐπιμελείας», Γεωργ. Παχυμ. 2. 335Α· ― παρ’ Ἰσοκρ. 142Β, τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν, φαίνεται ὅτι σημαίνει παραμελῶ, περιφρονῶ, πρβλ. σκαριφάομαι.