ἐξέλκω
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
fut.
A -έλξω Ar.Eq.365 (Pors.): aor. 1 -είλκῠσα; inf. -ελκύσαι Id.Pax315, 506:—Pass., -ελκυσθῇ Hdt.2.70:— draw, drag out, Il.23.762: c. gen. loci, Od.5.432 (Pass.); φάσγανον . . ἐ. κολεοῦ E.Hec.544; Ἑλλάδ' ἐ. δουλίας rescue from slavery, Pi. P.1.75; δύστηνον ἐ. πόδα, of a lame man, S.Ph.291: abs., without πόδα, of one wounded, E.Andr.1121; ἐξέλξω σε τῆς πυγῆς θύραζε Ar. Eq.365 (Pors. for ἐξελῶ) ; ἐξελκύσαι τὴν πᾶσιν Εἰρήνην φίλην drag her out of the cave, Id.Pax294, cf. 315,506; rare in Prose, as Pl.R. 515e; ἐξελκυσθείς Arist.Pol.1311b30; τέχναι τινὰ ἐ. τῆς πενίας Lib. Or.39.14.
German (Pape)
[Seite 876] herausziehen; πηνίον ἐξέλκουσα παρὲκ μίτον Il. 23, 762; θαλάμης, aus dem Schlupfwinkel, Od. 5, 432; φάσγανον κολεοῦ Eur. Hec. 544; übertr., Έλλάδα δουλίας Pind. P. 1, 75, aus der Knechtschaft erretten; ἐξελκύσαι, inf. aor., Ar. Paz 315; πόδα πρός τι, den Fuß fortschleppen, Soph. Phil. 291; seltener in Prosa, πρὶν ἐξελκύσειεν εἰς τὸ φῶς Plat. Rep. VII, 515 e; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξέλκω: ἀόρ. α΄ -είλκυσα, ἀπαρ. -ελκύσαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 315, 506. ― Παθ. -ελκυσθῇ Ἡρόδ. 2. 70 (ἴδε τὸ ῥῆμα ἕλκω). Ἕλκω ἔξω, Ἰλ. Ψ. 762 (ἴδε τὴν λ. πηνίον)· μετὰ γεν. τόπου, Ὀδ. Ε. 432 (ἴδε τὴν λ. θαλάμη)· φάσγανον... ἐξ. κολεοῦ Εὐρ. Ἑκ. 544· δουλείας ἐξ., σῴζειν ἀπὸ τῆς δουλείας, Λατ. eripere, Πινδ. Π. 1. 146· δύστηνον ἐξέλκων πόδα, περὶ τοῦ Φιλοκτήτου, ὅστις εἶχεν δεινὸς ἕλκος εἰς τὸν πόδα, Σοφ. Φιλ. 291· καὶ ἀπολ., ἐξέλκει δὲ (κατὰ τοὺς μὲν ἐξυπακ. πόδα, κατ’ ἄλλους δὲ ἑαυτόν, καὶ κατὰ τὸν Heath φάσγανον) Εὐρ. Ἀνδρ. 1121· ἐξέλξω σε τῆς πυγῆς θύραζε Ἀριστοφ. Ἱππ. 365 (κατὰ Πόρσ. ἀντὶ τοῦ ἐξελῶ)· ἐξελκύσαι τὴν πᾶσιν Εἰρήνην φίλην, ἑλκύσαι αὐτὴν ἔξω τοῦ ἄντρου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 294, πρβλ. 307, 315, 506, 511· ― σπανίως παρὰ πεζογράφοις, ὡς παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 515Ε· ἐξελκυσθεὶς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 19.