καταιονάω

From LSJ
Revision as of 11:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταιονάω Medium diacritics: καταιονάω Low diacritics: καταιονάω Capitals: ΚΑΤΑΙΟΝΑΩ
Transliteration A: kataionáō Transliteration B: kataionaō Transliteration C: kataionao Beta Code: kataiona/w

English (LSJ)

   A pour upon or over, foment, of ailing parts, Hp.Mul. 1.68, Plu.2.74d: metaph., κ. τινὰ σοφίᾳ D.C.38.19:—Pass., Luc. Lex.5.

German (Pape)

[Seite 1350] begießen, Medic.; ἐν τῇ θερμῇ πυέλῳ καταιονηθέντες Luc. Lexiphan. 5; übertr., σοφίᾳ τινά D. Cass. 38, 19.

Greek (Liddell-Scott)

καταιονάω: ἢ -έω:μέλλ. -ήσω, καταντλῶ, ἐπιχέω, καταβρέχω, ὑγραίνω, πλύνω, ἐπὶ ἀλγούντων μερῶν τοῦ σώματος, Ἱππ. 617. 38, Πλούτ. 2. 74D· μεταφ., κ. τινα σοφίᾳ Δίων Κ. 38. 19. ― Παθ., ἐν τῇ θερμῇ πυέλῳ καταιονηθέντες Λουκ. Λεξιφ. 5· καταιονῶντα καὶ καταπλάττοντα συνάπτει ὁ Γαληνός, ὡς καὶ τὸ καταντλεῖν τὴν φλεγμονὴν καὶ καταπλάττειν καὶ σχάζειν· ἐνέβρεξαν καὶ κατῃόνησαν συνάπτει ὁ Πλούτ. ἐν Ἠθ. σ. 74D, καὶ «καταιονάσθαι· καταντλεῖσθαι» Ἡσύχ., Πολυδ. Δ’, 180·― ἐντεῦθεν καταιόνημα, τὸ, πλύσις, πλύσιμον. Αἰλ. π. Ζ. 8. 22· καταιονήμασι καὶ ἐπιπλάσμασι Ἀλέξ. Τραλλ. 1, σ. 52· καταιόνησις, εως, ἡ, κατάβρεξις, κατάντλησις, πλύσις διὰ θερμοῦ ὕδατος· κατάπλασμα και κ. (πρβλ. Γαλλ. étuvement) Μ. Ἀντων. 5. 9, Πολυδ. Δ´, 180, Γαλην.· ἡ κατὰ τῆς κεφαλῆς κ. ἐν τοῖς λουτροῖς Εὐσταθ.·― ὡσαύτως καταιονίζω, Ψελλ.