ἐκδιδάσκω

From LSJ
Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδιδάσκω Medium diacritics: ἐκδιδάσκω Low diacritics: εκδιδάσκω Capitals: ΕΚΔΙΔΑΣΚΩ
Transliteration A: ekdidáskō Transliteration B: ekdidaskō Transliteration C: ekdidasko Beta Code: e)kdida/skw

English (LSJ)

poet. aor.

   A -διδάσκησα Pi.P.4.217:—teach thoroughly, τινά Sapph.71, Th.6.80, Pl.Prt.328e, etc.; ἐ. πάνθ' ὁ γηράσκων χρόνος A.Pr.981; λέγ' ἐκδίδασκε ib.698, etc.; ἐ. τινά τι Pi.l.c., S.OC1539, Antipho 5.14, Theoc.6.40:—Med., have another taught, of the parents, Hdt.2.154, E.Med.295, Pl.Ep.360e:—Pass., c. inf., S.Tr. 1110, etc.; αἰσχροῖς γὰρ αἰσχρὰ πράγματ' ἐκδιδάσκεται Id.El.621; ὄψ' ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ' οἶκον..having learnttoo late from those at home, Id.Tr.934.    2 c. acc. pers. et inf., to teach one to be so and so, εἶναι κακήν Id.El.395, cf. Ant.298; ἐπιθυμεῖν (sc. αὐτοὺς) ἐξεδίδαξα Ar.Ra.1026: with inf. omitted, γενναίους ἐ. ib.1019.    3 explain, expound, ἐ. ὡς.. Hdt.4.118, S.OT1370: abs., ἐ. σαφῶς Com.Adesp. 14.9 D.

German (Pape)

[Seite 757] (s. διδάσκω, aor. ἐξεδιδάσκησα Pind. P. 4, 217), gründlich lehren; ἐκδιδάσκει πάνθ' ὁ γηράσκων χρόνος Aesch. Prom. 983; ὡς – Soph. O. R. 1370; seq. inf., El. 387; τινά τι, Phil. 600, wie Theocr. 24, 103; Antipho 5, 14; pass., ὄψ' ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ' οἶκον Soph. Trach. 930; mit folgdm ὡς, O. C. 1370, wie Her. 4, 118; καὶ σὺ τί δράσας οὕτως αὐτοὺς γενναίους ἐξεδίδαξας, hast sie zu edlen Menschen herangebildet, gemacht, Ar. Ran. 1019; ἀδολεσχεῖν αὐτὸν ἐκδίδαξον Eupol. inc. 11. – Med., unterrichten, heranbilden lassen, παῖδας σοφούς Eur. Med. 295; Her. 2, 154; Plat. Epist. XIII, 360 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδιδάσκω: μέλλ. -ξω, ποιητ. -διδασκήσω, Πινδ. Π. 4. 386· ― διδάσκω ἀκριβῶς, Λατ. edocere, ἐκδ. πάνθ’ ὁ γηράσκων χρόνος Αἰσχύλ. Πρ. 981, πρβλ. 698, κτλ.· ἐκδ. τινά τι Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ο. Κ. 1539, Ἀντιφῶν 131. 8: ― Μέσ. βάλλω τινὰ νὰ διδαχθῇ, Ἡρόδ. 2. 154, Εὐρ. Μήδ. 296: ― Παθ., μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Τρ. 1110, κτλ.· αἰσχροῖς γὰρ αἰσχρὰ ἐκδιδάσκεται ὁ αὐτ. Ἠλ. 621· ὀψ’ ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ’ οἶκον..., ἀργὰ ἐκμαθών, πυθόμενος ἐκ τῶν κατ’ οἶκον ὑπηρετῶν, ὁ αὐτ. Τρ. 934. 2) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., διδάσκω τινὰ νὰ εἶναι τοιοῦτοςτοιοῦτος, εἶναι κακὴν ὁ αὐτ. Ἠλ. 395, πρβλ. Ἀντ. 298: ὡσαύτως παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφάτου, γενναῖόν τινα ἐκδ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1019· μετὰ μόνου ἀπαρεμφ., ἐπιθυμεῖν ἐξεδίδαξα αὐτόθι 1026· ἐκδ. ὡς... Ἡρόδ. 4. 118, Σοφ. Ο. Τ. 1370. ― Πρβλ. διδάσκω.